ΕΓΓΡΑΦΩ I enroll |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εγγράφω |
εγγράφουμε, εγγράφομε |
εγγράφομαι |
εγγραφόμαστε |
εγγράφεις |
εγγράφετε |
εγγράφεσαι |
εγγράφεστε, εγγραφόσαστε |
εγγράφει |
εγγράφουν(ε) |
εγγράφεται |
εγγράφονται |
Imper fect |
ενέγραφα |
εγγράφαμε |
εγγραφόμουν(α) |
εγγραφόμαστε, εγγραφόμασταν |
ενέγραφες |
εγγράφατε |
εγγραφόσουν(α) |
εγγραφόσαστε, εγγραφόσασταν |
ενέγραφε |
ενέγραφαν, εγγράφαν(ε) |
εγγραφόταν(ε) |
εγγράφονταν, εγγραφόντανε, εγγραφόντουσαν |
Aorist |
ενέγραψα |
εγγράψαμε |
εγγράφηκα |
εγγραφήκαμε |
ενέγραψες |
εγγράψατε |
εγγράφηκες |
εγγραφήκατε |
ενέγραψε |
ενέγραψαν, εγγράψαν(ε) |
εγγράφηκε |
εγγράφηκαν, εγγραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω εγγράψει
έχω εγγεγραμμένο |
έχουμε εγγράψει
έχουμε εγγεγραμμένο |
έχω εγγραφεί
είμαι εγγεγραμμένος, -η |
έχουμε εγγραφεί
είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες |
έχεις εγγράψει
έχεις εγγεγραμμένο |
έχετε εγγράψει
έχετε εγγεγραμμένο |
έχεις εγγραφεί
είσαι εγγεγραμμένος, -η |
έχετε εγγραφεί
είστε εγγεγραμμένοι, -ες |
έχει εγγράψει
έχει εγγεγραμμένο |
έχουν εγγράψει
έχουν εγγεγραμμένο |
έχει εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο |
έχουν εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα εγγράψει
είχα εγγεγραμμένο |
είχαμε εγγράψει
είχαμε εγγεγραμμένο |
είχα εγγραφεί
ήμουν εγγεγραμμένος, -η |
είχαμε εγγραφεί
ήμαστε εγγεγραμμένοι, -ες |
είχες εγγράψει
είχες εγγεγραμμένο |
είχατε εγγράψει
είχατε εγγεγραμμένο |
είχες εγγραφεί
ήσουν εγγεγραμμένος, -η |
είχατε εγγραφεί
ήσαστε εγγεγραμμένοι, -ες |
είχε εγγράψει
είχε εγγεγραμμένο |
είχαν εγγράψει
είχαν εγγεγραμμένο |
είχε εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένος, -η, -ο |
είχαν εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα εγγράφω |
θα εγγράφουμε, θα εγγράφομε |
θα εγγράφομαι |
θα εγγραφόμαστε |
θα εγγράφεις |
θα εγγράφετε |
θα εγγράφεσαι |
θα εγγράφεστε, θα εγγραφόσαστε |
θα εγγράφει |
θα εγγράφουν(ε) |
θα εγγράφεται |
θα εγγράφονται |
Simp Fut |
θα εγγράψω |
θα εγγράψουμε, θα εγγράψομε |
θα εγγραφώ |
θα εγγραφούμε |
θα εγγράψεις |
θα εγγράψετε |
θα εγγραφείς |
θα εγγραφείτε |
θα εγγράψει |
θα εγγράψουν(ε) |
θα εγγραφεί |
θα εγγραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω εγγράψει
θα έχω εγγεγραμμένο |
θα έχουμε εγγράψει
θα έχουμε εγγεγραμμένο |
θα έχω εγγραφεί
θα είμαι εγγεγραμμένος, -η |
θα έχουμε εγγραφεί
θα είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες |
θα έχεις εγγράψει
θα έχεις εγγεγραμμένο |
θα έχετε εγγράψει
θα έχετε εγγεγραμμένο |
θα έχεις εγγραφεί
θα είσαι εγγεγραμμένος, -η |
θα έχετε εγγραφεί
θα είστε εγγεγραμμένοι, -ες |
θα έχει εγγράψει
θα έχει εγγεγραμμένο |
θα έχουν εγγράψει
θα έχουν εγγεγραμμένο |
θα έχει εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εγγράφω |
να εγγράφουμε, να εγγράφομε |
να εγγράφομαι |
να εγγραφόμαστε |
να εγγράφεις |
να εγγράφετε |
να εγγράφεσαι |
να εγγράφεστε, να εγγραφόσαστε |
να εγγράφει |
να εγγράφουν(ε) |
να εγγράφεται |
να εγγράφονται |
Aorist |
να εγγράψω |
να εγγράψουμε, να εγγράψομε |
να εγγραφώ |
να εγγραφούμε |
να εγγράψεις |
να εγγράψετε |
να εγγραφεί |
να εγγραφείτε |
να εγγράψει |
να εγγράψουν(ε) |
να εγγραφεί |
να εγγραφούν(ε) |
Perf |
να έχω εγγράψει
να έχω εγγεγραμμένο |
να έχουμε εγγράψει
να έχουμε εγγεγραμμένο |
να έχω εγγραφεί
να είμαι εγγεγραμμένος, -η |
να έχουμε εγγραφεί
να είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες |
να έχεις εγγράψει
να έχεις εγγεγραμμένο |
να έχετε εγγράψει
να έχετε εγγεγραμμένο |
να έχεις εγγραφεί
να είσαι εγγεγραμμένος, -η |
να έχετε εγγραφεί
να είστε εγγεγραμμένοι, -ες |
να έχει εγγράψει
να έχει εγγεγραμμένο |
να έχουν εγγράψει
να έχουν εγγεγραμμένο |
να έχει εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο |
να έχουν εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ενέγραφε |
εγγράφετε |
|
εγγράφεστε |
Aorist |
ενέγραψε |
εγγράψτε, εγγράφτε |
εγγράψου |
εγγραφείτε |
Part iciple |
Pres |
εγγράφοντας |
εγγραφόμενος |
Perf |
έχοντας εγγράψει, έχοντας εγγεγραμμένο |
εγγεγραμμένος, -η, -ο |
εγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
εγγράψει |
εγγραφεί |