ΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
I revolt
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξανίσταμαι εξανιστάμεθα
εξανίστασαι εξανίστασθε
εξανίσταται εξανίστανται
Imper
fect
εξανιστάμην εξανιστάμεθα
εξανίστασο εξανίστασθε
εξανίστατο εξανίσταντο
Aorist εξανέστην
εξανέστης
εξανέστη εξανέστησαν
Perf
ect
έχω εξαναστεί έχουμε εξαναστεί
έχεις εξαναστεί έχετε εξαναστεί
έχει εξαναστεί έχουν εξαναστεί
Plu
perf
ect
είχα εξαναστεί είχαμε εξαναστεί
είχες εξαναστεί είχατε εξαναστεί
είχε εξαναστεί είχαν εξαναστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξανίσταμαι θα εξανιστάμεθα
θα εξανίστασαι θα εξανίστασθε
θα εξανίσταται θα εξανίστανται
Simp
Fut
θα εξαναστώ θα εξαναστούμε
θα εξαναστείς θα εξαναστείτε
θα εξαναστεί θα εξαναστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξαναστεί θα έχουμε εξαναστεί
θα έχεις εξαναστεί θα έχετε εξαναστεί
θα έχει εξαναστεί θα έχουν εξαναστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξανίσταμαι να εξανιστάμεθα
να εξανίστασαι να εξανίστασθε
να εξανίσταται να εξανίστανται
Aorist να εξαναστώ να εξαναστούμε
να εξαναστείς να εξαναστείτε
να εξαναστεί να εξαναστούν(ε)
Perf να έχω εξαναστεί να έχουμε εξαναστεί
να έχεις εξαναστεί να έχετε εξαναστεί
να έχει εξαναστεί να έχουν εξαναστεί
Imper
ative
Pres εξανιστάσθε
Aorist εξαναστήσου εξαναστείτε
Part
iciple
Pres εξανιστάμενος, εξαναστάς, -άσα, -άν
Perf
Infin Aorist εξαναστεί