ΕΞΑΚΡΙΒΩΝΩ I ascertain |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εξακριβώνω | εξακριβώνουμε, εξακριβώνομε | εξακριβώνομαι | εξακριβωνόμαστε |
εξακριβώνεις | εξακριβώνετε | εξακριβώνεσαι | εξακριβώνεστε, εξακριβωνόσαστε | ||
εξακριβώνει | εξακριβώνουν(ε) | εξακριβώνεται | εξακριβώνονται | ||
Imper fect |
εξακρίβωνα | εξακριβώναμε | εξακριβωνόμουν(α) | εξακριβωνόμαστε, εξακριβωνόμασταν | |
εξακρίβωνες | εξακριβώνατε | εξακριβωνόσουν(α) | εξακριβωνόσαστε, εξακριβωνόσασταν | ||
εξακρίβωνε | εξακρίβωναν, εξακριβώναν(ε) | εξακριβωνόταν(ε) | εξακριβώνονταν, εξακριβωνόντανε, εξακριβωνόντουσαν | ||
Aorist | εξακρίβωσα | εξακριβώσαμε | εξακριβώθηκα | εξακριβωθήκαμε | |
εξακρίβωσες | εξακριβώσατε | εξακριβώθηκες | εξακριβωθήκατε | ||
εξακρίβωσε | εξακρίβωσαν, εξακριβώσαν(ε) | εξακριβώθηκε | εξακριβώθηκαν, εξακριβωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα εξακριβώνω | θα εξακριβώνουμε, |
θα εξακριβώνομαι | θα εξακριβωνόμαστε | |
θα εξακριβώνεις | θα εξακριβώνετε | θα εξακριβώνεσαι | θα εξακριβώνεστε, |
||
θα εξακριβώνει | θα εξακριβώνουν(ε) | θα εξακριβώνεται | θα εξακριβώνονται | ||
Simp Fut |
θα εξακριβώσω | θα εξακριβώσουμε, |
θα εξακριβωθώ | θα εξακριβωθούμε | |
θα εξακριβώσεις | θα εξακριβώσετε | θα εξακριβωθείς | θα εξακριβωθείτε | ||
θα εξακριβώσει | θα εξακριβώσουν | θα εξακριβωθεί | θα εξακριβωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εξακριβώνω | να εξακριβώνουμε, |
να εξακριβώνομαι | να εξακριβωνόμαστε |
να εξακριβώνεις | να εξακριβώνετε | να εξακριβώνεσαι | να εξακριβώνεστε, |
||
να εξακριβώνει | να εξακριβώνουν(ε) | να εξακριβώνεται | να εξακριβώνονται | ||
Aorist | να εξακριβώσω | να εξακριβώσουμε, |
να εξακριβωθώ | να εξακριβωθούμε | |
να εξακριβώσεις | να εξακριβώσετε | να εξακριβωθείς | να εξακριβωθείτε | ||
να εξακριβώσει | να εξακριβώσουν(ε) | να εξακριβωθεί | να εξακριβωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις εξακριβώσει να έχεις εξακριβωμένο |
να έχετε εξακριβώσει να έχετε εξακριβωμένο |
να έχεις εξακριβωθεί να είσαι εξακριβωμένος, -η |
να έχετε εξακριβωθεί να είστε εξακριβωμένοι, -ες |
||
να έχει εξακριβώσει να έχει εξακριβωμένο |
να έχουν εξακριβώσει να έχουν εξακριβωμένο |
να έχει εξακριβωθεί |
να έχουν εξακριβωθεί |
||
Imper ative |
Pres | εξακρίβωνε | εξακριβώνετε | εξακριβώνεστε | |
Aorist | εξακρίβωσε | εξακριβώστε, εξακριβώσετε | εξακριβώσου | εξακριβωθείτε | |
Part iciple |
Pres | εξακριβώνοντας | |||
Perf | έχοντας εξακριβώσει, |
εξακριβωμένος, -η, -ο | εξακριβωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξακριβώσει | εξακριβωθεί |