ΕΞΑΙΡΩ
I exclude
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξαιρώ εξαιρούμε εξαιρούμαι εξαιρούμαστε
εξαιρείς εξαιρείτε εξαιρείσαι εξαιρείστε
εξαιρεί εξαιρούν(ε) εξαιρείται εξαιρούνται
Imper
fect
εξαιρούσα εξαιρούσαμε εξαιρούμουν εξαιρούμαστε
εξαιρούσες εξαιρούσατε
εξαιρούσε εξαιρούσαν(ε) εξαιρούνταν, εξαιρείτο εξαιρούνταν, εξαιρούντο
Aorist εξαίρεσα εξαιρέσαμε εξαιρέθηκα εξαιρεθήκαμε
εξαίρεσες εξαιρέσατε εξαιρέθηκες εξαιρεθήκατε
εξαίρεσε εξαίρεσαν, εξαιρέσαν(ε) εξαιρέθηκε εξαιρέθηκαν, εξαιρεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω εξαιρέσει έχουμε εξαιρέσει έχω εξαιρεθεί έχουμε εξαιρεθεί
έχεις εξαιρέσει έχετε εξαιρέσει έχεις εξαιρεθεί έχετε εξαιρεθεί
έχει εξαιρέσει έχουν εξαιρέσει έχει εξαιρεθεί έχουν εξαιρεθεί
Plu
perf
ect
είχα εξαιρέσει είχαμε εξαιρέσει είχα εξαιρεθεί είχαμε εξαιρεθεί
είχες εξαιρέσει είχατε εξαιρέσει είχες εξαιρεθεί είχατε εξαιρεθεί
είχε εξαιρέσει είχαν εξαιρέσει είχε εξαιρεθεί είχαν εξαιρεθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξαιρώ θα εξαιρούμε θα εξαιρούμαι θα εξαιρούμαστε
θα εξαιρείς θα εξαιρείτε θα εξαιρείσαι θα εξαιρείστε
θα εξαιρεί θα εξαιρούν(ε) θα εξαιρείται θα εξαιρούνται
Simp
Fut
θα εξαιρέσω θα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσομε θα εξαιρεθώ θα εξαιρεθούμε
θα εξαιρέσεις θα εξαιρέσετε θα εξαιρεθείς θα εξαιρεθείτε
θα εξαιρέσει θα εξαιρέσουν(ε) θα εξαιρεθεί θα εξαιρεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξαιρέσει θα έχουμε εξαιρέσει θα έχω εξαιρεθεί θα έχουμε εξαιρεθεί
θα έχεις εξαιρέσει θα έχετε εξαιρέσει θα έχεις εξαιρεθεί θα έχετε εξαιρεθεί
θα έχει εξαιρέσει θα έχουν εξαιρέσει θα έχει εξαιρεθεί θα έχουν εξαιρεθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξαιρώ να εξαιρούμε να εξαιρούμαι να εξαιρούμαστε
να εξαιρείς να εξαιρείτε να εξαιρείσαι να εξαιρείστε
να εξαιρεί να εξαιρούν(ε) να εξαιρείται να εξαιρούνται
Aorist να εξαιρέσω να εξαιρέσουμε, να εξαιρέσομε να εξαιρεθώ να εξαιρεθούμε
να εξαιρέσεις να εξαιρέσετε να εξαιρεθείς να εξαιρεθείτε
να εξαιρέσει να εξαιρέσουν(ε) να εξαιρεθεί να εξαιρεθούν(ε)
Perf να έχω εξαιρέσει να έχουμε εξαιρέσει να έχω εξαιρεθεί να έχουμε εξαιρεθεί
να έχεις εξαιρέσει να έχετε εξαιρέσει να έχεις εξαιρεθεί να έχετε εξαιρεθεί
να έχει εξαιρέσει να έχουν εξαιρέσει να έχει εξαιρεθεί να έχουν εξαιρεθεί
Imper
ative
Pres εξαιρείτε εξαιρείστε
Aorist εξαίρεσε εξαιρέστε, εξαιρέσετε εξαιρέσου εξαιρεθείτε
Part
iciple
Pres εξαιρώντας εξαιρούμενος
Perf έχοντας εξαιρέσει
Infin Aorist εξαιρέσει εξαιρεθεί