ΕΞΑΦΑΝΙΖΩ I disappear |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εξαφανίζω | εξαφανίζουμε, εξαφανίζομε | εξαφανίζομαι | εξαφανιζόμαστε |
εξαφανίζεις | εξαφανίζετε | εξαφανίζεσαι | εξαφανίζεστε, εξαφανιζόσαστε | ||
εξαφανίζει | εξαφανίζουν(ε) | εξαφανίζεται | εξαφανίζονται | ||
Imper fect |
εξαφάνιζα | εξαφανίζαμε | εξαφανιζόμουν(α) | εξαφανιζόμαστε, εξαφανιζόμασταν | |
εξαφάνιζες | εξαφανίζατε | εξαφανιζόσουν(α) | εξαφανιζόσαστε, εξαφανιζόσασταν | ||
εξαφάνιζε | εξαφάνιζαν, εξαφανίζαν(ε) | εξαφανιζόταν(ε) | εξαφανίζονταν, εξαφανιζόντανε, εξαφανιζόντουσαν | ||
Aorist | εξαφάνισα | εξαφανίσαμε | εξαφανίστηκα | εξαφανιστήκαμε | |
εξαφάνισες | εξαφανίσατε | εξαφανίστηκες | εξαφανιστήκατε | ||
εξαφάνισε | εξαφάνισαν, εξαφανίσαν(ε) | εξαφανίστηκε | εξαφανίστηκαν, εξαφανιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω εξαφανίσει έχω εξαφανισμένο |
έχουμε εξαφανίσει έχουμε εξαφανισμένο |
έχω εξαφανιστεί είμαι εξαφανισμένος, -η |
έχουμε εξαφανιστεί είμαστε εξαφανισμένοι, -ες |
|
έχεις εξαφανίσει έχεις εξαφανισμένο |
έχετε εξαφανίσει έχετε εξαφανισμένο |
έχεις εξαφανιστεί είσαι εξαφανισμένος, -η |
έχετε εξαφανιστεί είστε εξαφανισμένοι, -ες |
||
έχει εξαφανίσει έχει εξαφανισμένο |
έχουν εξαφανίσει έχουν εξαφανισμένο |
έχει εξαφανιστεί είναι εξαφανισμένος, -η, -ο |
έχουν εξαφανιστεί είναι εξαφανισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα εξαφανίσει είχα εξαφανισμένο |
είχαμε εξαφανίσει είχαμε εξαφανισμένο |
είχα εξαφανιστεί ήμουν εξαφανισμένος, -η |
είχαμε εξαφανιστεί ήμαστε εξαφανισμένοι, -ες |
|
είχες εξαφανίσει είχες εξαφανισμένο |
είχατε εξαφανίσει είχατε εξαφανισμένο |
είχες εξαφανιστεί ήσουν εξαφανισμένος, -η |
είχατε εξαφανιστεί ήσαστε εξαφανισμένοι, -ες |
||
είχε εξαφανίσει είχε εξαφανισμένο |
είχαν εξαφανίσει είχαν εξαφανισμένο |
είχε εξαφανιστεί ήταν εξαφανισμένος, -η, -ο |
είχαν εξαφανιστεί ήταν εξαφανισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα εξαφανίζω | θα εξαφανίζουμε, |
θα εξαφανίζομαι | θα εξαφανιζόμαστε | |
θα εξαφανίζεις | θα εξαφανίζετε | θα εξαφανίζεσαι | θα εξαφανίζεστε, |
||
θα εξαφανίζει | θα εξαφανίζουν(ε) | θα εξαφανίζεται | θα εξαφανίζονται | ||
Simp Fut |
θα εξαφανίσω | θα εξαφανίσουμε, |
θα εξαφανιστώ | θα εξαφανιστούμε | |
θα εξαφανίσεις | θα εξαφανίσετε | θα εξαφανιστείς | θα εξαφανιστείτε | ||
θα εξαφανίσει | θα εξαφανίσουν(ε) | θα εξαφανιστεί | θα εξαφανιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εξαφανίζω | να εξαφανίζουμε, |
να εξαφανίζομαι | να εξαφανιζόμαστε |
να εξαφανίζεις | να εξαφανίζετε | να εξαφανίζεσαι | να εξαφανίζεστε, |
||
να εξαφανίζει | να εξαφανίζουν(ε) | να εξαφανίζεται | να εξαφανίζονται | ||
Aorist | να εξαφανίσω | να εξαφανίσουμε, |
να εξαφανιστώ | να εξαφανιστούμε | |
να εξαφανίσεις | να εξαφανίσετε | να εξαφανιστείς | να εξαφανιστείτε | ||
να εξαφανίσει | να εξαφανίσουν(ε) | να εξαφανιστεί | να εξαφανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξαφανίσει |
να έχουμε εξαφανίσει |
να έχω εξαφανιστεί |
να έχουμε εξαφανιστεί |
|
να έχεις εξαφανίσει |
να έχετε εξαφανίσει |
να έχεις εξαφανιστεί |
να έχετε εξαφανιστεί |
||
να έχει εξαφανίσει |
να έχουν εξαφανίσει |
να έχει εξαφανιστεί |
να έχουν εξαφανιστεί |
||
Imper ative |
Pres | εξαφάνιζε | εξαφανίζετε | εξαφανίζεστε | |
Aorist | εξαφάνισε | εξαφανίστε | εξαφανίσου | εξαφανιστείτε | |
Part iciple |
Pres | εξαφανίζοντας | εξαφανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξαφανίσει, έχοντας εξαφανισμένο | εξαφανισμένος, -η, -ο | εξαφανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξαφανίσει | εξαφανιστεί |