ΕΚΡΗΓΝΥΜΑΙ
I explode
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκρήγνυμαι εκρηγνύμεθα
εκρήγνυσαι εκρήγνυσθε
εκρήγνυται εκρήγνυνται
Imper
fect
Aorist εξερράγην εξερράγημεν
εξερράγης εξερράγητε
εξερράγη εξερράγησαν
Per
fect
έχω εκραγεί έχουμε εκραγεί
έχεις εκραγεί έχετε εκραγεί
έχει εκραγεί έχουν εκραγεί
Plu
per
fect
είχα εκραγεί είχαμε εκραγεί
είχες εκραγεί είχατε εκραγεί
είχε εκραγεί είχαν εκραγεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκρήγνυμαι θα εκρηγνύμεθα
θα εκρήγνυσαι θα εκρήγνυσθε
θα εκρήγνυται θα εκρήγνυνται
Simp
Fut
θα εκραγώ θα εκραγούμε
θα εκραγείς θα εκραγείτε
θα εκραγεί θα εκραγούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκραγεί θα έχουμε εκραγεί
θα έχεις εκραγεί θα έχετε εκραγεί
θα έχει εκραγεί θα έχουν εκραγεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκρήγνυμαι να εκρηγνύμεθα
να εκρήγνυσαι να εκρήγνυσθε
να εκρήγνυται να εκρήγνυνται
Aorist να εκραγώ να εκραγούμε
να εκραγείς να εκραγείτε
να εκραγεί να εκραγούν(ε)
Perf να έχω εκραγεί να έχουμε εκραγεί
να έχεις εκραγεί να έχετε εκραγεί
να έχει εκραγεί να έχουν εκραγεί
Imper
ative
Pres εκρήγνυσθε
Aorist εκραγείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist εκραγεί