ΕΚΠΛΗΤΤΩ I surprise |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εκπλήττω, εκπλήσσω | εκπλήττουμε, εκπλήττομε | εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι | εκπληττόμαστε |
εκπλήττεις | εκπλήττετε | εκπλήττεσαι | εκπλήττεστε, εκπληττόσαστε | ||
εκπλήττει | εκπλήττουν(ε) | εκπλήττεται | εκπλήττονται | ||
Imper fect |
εξέπληττα | εκπλήτταμε | |||
εξέκπληττες | εκπλήττατε | ||||
εξέκπληττε | εξέκπλητταν, εκπλήτταν(ε) | εκπλήττετο | εκπλήττονταν, εκπλήττοντο | ||
Aorist | εξέπληξα | εκπλήξαμε | εκπλήγηκα, εξεπλάγην | εκπληγήκαμε, εξεπλάγημεν | |
εξέπληξες | εκπλήξατε | εκπλήγηκες, εξεπλάγης | εκπληγήκατε, εξεπλάγητε | ||
εξέπληξε | εξέπληξαν, εκπλήξαν(ε) | εκπλήγηκε, εξεπλάγη | εκπλήγηκαν, εκπληγήκανε, εξεπλάγησαν | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα εκπλήττω | θα εκπλήττουμε, |
θα εκπλήττομαι | θα εκπληττόμαστε | |
θα εκπλήττεις | θα εκπλήττετε | θα εκπλήττεσαι | θα εκπλήττεστε, |
||
θα εκπλήττει | θα εκπλήττουν(ε) | θα εκπλήττεται | θα εκπλήττονται | ||
Simp Fut |
θα εκπλήξω | θα εκπλήξουμε, |
θα εκπλαγώ | θα εκπλαγούμε | |
θα εκπλήξεις | θα ελπλήξετε | θα εκπλαγείς | θα εκπλαγείτε | ||
θα εκπλήξει | θα εκπλήξουν(ε) | θα εκπλαγεί | θα εκπλαγούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εκπλήττω | να εκπλήττουμε, |
να εκπλήττομαι | να εκπληττόμαστε |
να εκπλήττεις | να εκπλήττετε | να εκπλήττεσαι | να εκπλήττεστε, |
||
να εκπλήττει | να εκπλήττουν(ε) | να εκπλήττεται | να εκπλήττονται | ||
Aorist | να εκπλήξω | να εκπλήξουμε, |
να εκπλαγώ | να εκπλαγούμε | |
να εκπλήξεις | να εκπλήξετε | να εκπλαγείς | να εκπλαγείτε | ||
να εκπλήξει | να εκπλήξουν(ε) | να εκπλαγεί | να εκπλαγούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | εκπλήττε | εκπλήττετε | εκπλήττεστε | |
Aorist | εκπλήξε | εκπλήξτε, εκπλήξετε | εκπλαγείτε | ||
Part iciple |
Pres | εκπλήττοντας | εκπληττόμενος | ||
Perf | έχοντας εκπλήξει | ||||
Infin | Aorist | εκπλήξει | εκπλαγεί |