ΕΚΠΙΠΤΩ
(I fall out)
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκπίπτω, πέφτω εκπίπτουμε, εκπίπτομε
εκπίπτεις εκπίπτετε
εκπίπτει εκπίπτουν(ε)
Imper
fect
εξέπιπτα εκπίπταμε
εξέπιπτες εκπίπτατε
εξέπιπτε εξέπιπταν, εκπίπταν(ε)
Aorist εξέπεσα εκπέσαμε
εξέπεσες εκπέσατε
εξέπεσε εξέπεσαν, εκπέσαν(ε)
Per
fect
έχω εκπέσει έχουμε εκπέσει
έχεις εκπέσει έχετε εκπέσει
έχει εκπέσει έχουν εκπέσει
Plu
per
fect
είχα εκπέσει είχαμε εκπέσει
είχες εκπέσει είχατε εκπέσει
είχε εκπέσει είχαν εκπέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκπίπτω θα εκπίπτουμε, θα εκπίπτομε
θα εκπίπτεις θα εκπίπτετε
θα εκπίπτει θα εκπίπτουν(ε)
Simp
Fut
θα εκπέσω θα εκπέσουμε, θα εκπέσομε
θα εκπέσεις θα εκπέσετε
θα εκπέσει θα εκπέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκπέσει θα έχουμε εκπέσει
θα έχεις εκπέσει θα έχετε εκπέσει
θα έχει εκπέσει θα έχουν εκπέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκπίπτω να εκπίπτουμε, να εκπίπτομε
να εκπίπτεις να εκπίπτετε
να εκπίπτει να εκπίπτουν(ε)
Aorist να εκπέσω να εκπέσουμε, να εκπέσομε
να εκπέσεις να εκπέσετε
να εκπέσει να εκπέσουν(ε)
Perf να έχω εκπέσει να έχουμε εκπέσει
να έχεις εκπέσει να έχετε εκπέσει
να έχει εκπέσει να έχουν εκπέσει
Imper
ative
Pres εκπίπτετε
Aorist (έκπεσε) εκπέστε
Part
iciple
Pres εκπίπτοντας
Perf έχοντας εκπέσει
Infin Aorist εκπέσει