ΕΚΔΗΛΩΝΩ I show |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εκδηλώνω | εκδηλώνουμε, εκδηλώνομε | εκδηλώνομαι | εκδηλωνόμαστε |
εκδηλώνεις | εκδηλώνετε | εκδηλώνεσαι | εκδηλώνεστε, εκδηλωνόσαστε | ||
εκδηλώνει | εκδηλώνουν(ε) | εκδηλώνεται | εκδηλώνονται | ||
Imper fect |
εκδήλωνα | εκδηλώναμε | εκδηλωνόμουν(α) | εκδηλωνόμαστε, εκδηλωνόμασταν | |
εκδήλωνες | εκδηλώνατε | εκδηλωνόσουν(α) | εκδηλωνόσαστε, εκδηλωνόσασταν | ||
εκδήλωνε | εκδήλωναν, εκδηλώναν(ε) | εκδηλωνόταν(ε) | εκδηλώνονταν, εκδηλωνόντανε, εκδηλωνόντουσαν | ||
Aorist | εκδήλωσα | εκδηλώσαμε | εκδηλώθηκα | εκδηλωθήκαμε | |
εκδήλωσες | εκδηλώσατε | εκδηλώθηκες | εκδηλωθήκατε | ||
εκδήλωσε | εκδήλωσαν, εκδηλώσαν(ε) | εκδηλώθηκε | εκδηλώθηκαν, εκδηλωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα εκδηλώνω | θα εκδηλώνουμε, |
θα εκδηλώνομαι | θα εκδηλωνόμαστε | |
θα εκδηλώνεις | θα εκδηλώνετε | θα εκδηλώνεσαι | θα εκδηλώνεστε, |
||
θα εκδηλώνει | θα εκδηλώνουν(ε) | θα εκδηλώνεται | θα εκδηλώνονται | ||
Simp Fut |
θα εκδηλώσω | θα εκδηλώσουμε, |
θα εκδηλωθώ | θα εκδηλωθούμε | |
θα εκδηλώσεις | θα εκδηλώσετε | θα εκδηλωθείς | θα εκδηλωθείτε | ||
θα εκδηλώσει | θα εκδηλώσουν | θα εκδηλωθεί | θα εκδηλωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εκδηλώνω | να εκδηλώνουμε, |
να εκδηλώνομαι | να εκδηλωνόμαστε |
να εκδηλώνεις | να εκδηλώνετε | να εκδηλώνεσαι | να εκδηλώνεστε, |
||
να εκδηλώνει | να εκδηλώνουν(ε) | να εκδηλώνεται | να εκδηλώνονται | ||
Aorist | να εκδηλώσω | να εκδηλώσουμε, |
να εκδηλωθώ | να εκδηλωθούμε | |
να εκδηλώσεις | να εκδηλώσετε | να εκδηλωθείς | να εκδηλωθείτε | ||
να εκδηλώσει | να εκδηλώσουν(ε) | να εκδηλωθεί | να εκδηλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις εκδηλώσει να έχεις εκδηλωμένο |
να έχετε εκδηλώσει να έχετε εκδηλωμένο |
να έχεις εκδηλωθεί να είσαι εκδηλωμένος, -η |
να έχετε εκδηλωθεί να είστε εκδηλωμένοι, -ες |
||
να έχει εκδηλώσει να έχει εκδηλωμένο |
να έχουν εκδηλώσει να έχουν εκδηλωμένο |
να έχει εκδηλωθεί |
να έχουν εκδηλωθεί |
||
Imper ative |
Pres | εκδήλωνε | εκδηλώνετε | εκδηλώνεστε | |
Aorist | εκδήλωσε | εκδηλώστε, εκδηλώσετε | εκδηλώσου | εκδηλωθείτε | |
Part iciple |
Pres | εκδηλώνοντας | |||
Perf | έχοντας εκδηλώσει, |
εκδηλωμένος, -η, -ο | εκδηλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκδηλώσει | εκδηλωθεί |