ΕΙΡΩΝΕΥΟΜΑΙ
I mock
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ειρωνεύομαι ειρωνευόμαστε
ειρωνεύεσαι ειρωνεύεστε, ειρωνευόσαστε
ειρωνεύεται ειρωνεύονται
Imper
fect
ειρωνευόμουν(α) ειρωνευόμαστε
ειρωνευόσουν(α) ειρωνευόσαστε
ειρωνευόταν(ε) ειρωνεύονταν
Aorist ειρωνεύτηκα, ειρωνεύθηκα ειρωνευτήκαμε, ειρωνευθήκαμε
ειρωνεύτηκες, ειρωνεύθηκες ειρωνευτήκατε, ειρωνευθήκατε
ειρωνεύτηκε, ειρωνεύθηκε ειρωνεύτηκαν, ειρωνευθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθεί έχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθεί έχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθεί έχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Plu
per
fect
είχα ειρωνευτεί/ειρωνευθεί είχαμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
είχες ειρωνευτεί/ειρωνευθεί είχατε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
είχε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί είχαν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ειρωνεύομαι θα ειρωνευόμαστε
θα ειρωνεύεσαι θα ειρωνεύεστε, θα ειρωνευόσαστε
θα ειρωνεύεται θα ειρωνεύονται
Simp
Fut
θα ειρωνευτώ, θα ειρωνευθώ θα ειρωνευτούμε, θα ειρωνευθούμε
θα ειρωνευτείς, θα ειρωνευθείς θα ειρωνευτείτε, θα ειρωνευθείτε
θα ειρωνευτεί, θα ειρωνευθεί θα ειρωνευτούν(ε), θα ειρωνευθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθεί θα έχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
θα έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθεί θα έχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
θα έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθεί θα έχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ειρωνεύομαι να ειρωνευόμαστε
να ειρωνεύεσαι να ειρωνεύεστε, να ειρωνευόσαστε
να ειρωνεύεται να ειρωνεύονται
Aorist να ειρωνευτώ, να ειρωνευθώ να ειρωνευτούμε, να ειρωνευθούμε
να ειρωνευτείς, να ειρωνευθείς να ειρωνευτείτε, να ειρωνευθείτε
να ειρωνευτεί, να ειρωνευθεί να ειρωνευτούν(ε), να ειρωνευθούν(ε)
Perf να έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθεί να έχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
να έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθεί να έχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
να έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθεί να έχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Imper
ative
Pres ειρωνεύεστε
Aorist ειρωνεύσου, ειρωνέψου ειρωνευτείτε, ειρωνευθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist ειρωνευτεί, ειρωνευθεί