ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΩ
I inaugurate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εγκαινιάζω εγκαινιάζουμε, εγκαινιάζομε εγκαινιάζομαι εγκαινιαζόμαστε
εγκαινιάζεις εγκαινιάζετε εγκαινιάζεσαι εγκαινιάζεστε, εγκαινιαζόσαστε
εγκαινιάζει εγκαινιάζουν(ε) εγκαινιάζεται εγκαινιάζονται
Imper
fect
εγκαινίαζα εγκαινιάζαμε εγκαινιαζόμουνα εγκαινιαζόμαστε, εγκαινιαζόμασταν
εγκαινίαζες εγκαινιάζατε εγκαινιαζόσουνα εγκαινιαζόσαστε, εγκαινιαζόσασταν
εγκαινίαζε εγκαινίαζαν, εγκαινιάζαν(ε) εγκαινιαζότανε εγκαινιάζονταν, εγκαινιαζόντανε, εγκαινιαζόντουσαν
Aorist εγκαινίασα εγκαινιάσαμε εγκαινιάστηκα εγκαινιαστήκαμε
εγκαινίασες εγκαινιάσατε εγκαινιάστηκες εγκαινιαστήκατε
εγκαινίασε εγκαινίασαν, εγκαινιάσαν(ε) εγκαινιάστηκε εγκαινιάστηκαν, εγκαινιαστήκανε
Per
fect
έχω εγκαινιάσει
έχω εγκαινιασμένο
έχουμε εγκαινιάσει
έχουμε εγκαινιασμένο
έχω εγκαινιαστεί
είμαι εγκαινιασμένος, -η
έχουμε εγκαινιαστεί
είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
έχεις εγκαινιάσει
έχεις εγκαινιασμένο
έχετε εγκαινιάσει
έχετε εγκαινιασμένο
έχεις εγκαινιαστεί
είσαι εγκαινιασμένος, -η
έχετε εγκαινιαστεί
είστε εγκαινιασμένοι, -ες
έχει εγκαινιάσει
έχει εγκαινιασμένο
έχουν εγκαινιάσει
έχουν εγκαινιασμένο
έχει εγκαινιαστεί
είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
έχουν εγκαινιαστεί
είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εγκαινιάσει
είχα εγκαινιασμένο
είχαμε εγκαινιάσει
είχαμε εγκαινιασμένο
είχα εγκαινιαστεί
ήμουν εγκαινιασμένος, -η
είχαμε εγκαινιαστεί
ήμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
είχες εγκαινιάσει
είχες εγκαινιασμένο
είχατε εγκαινιάσει
είχατε εγκαινιασμένο
είχες εγκαινιαστεί
ήσουν εγκαινιασμένος, -η
είχατε εγκαινιαστεί
ήσαστε εγκαινιασμένοι, -ες
είχε εγκαινιάσει
είχε εγκαινιασμένο
είχαν εγκαινιάσει
είχαν εγκαινιασμένο
είχε εγκαινιαστεί
ήταν εγκαινιασμένος, -η, -ο
είχαν εγκαινιαστεί
ήταν εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εγκαινιάζω θα εγκαινιάζουμε, θα εγκαινιάζομε θα εγκαινιάζομαι θα εγκαινιαζόμαστε
θα εγκαινιάζεις θα εγκαινιάζετε θα εγκαινιάζεσαι θα εγκαινιάζεστε, θα εγκαινιαζόσαστε
θα εγκαινιάζει θα εγκαινιάζουν(ε) θα εγκαινιάζεται θα εγκαινιάζονται
Simp
Fut
θα εγκαινιάσω θα εγκαινιάσουμε, θα εγκαινιάσομε θα εγκαινιαστώ θα εγκαινιαστούμε
θα εγκαινιάσεις θα εγκαινιάσετε θα εγκαινιαστείς θα εγκαινιαστείτε
θα εγκαινιάσει θα εγκαινιάσουν(ε) θα εγκαινιαστεί θα εγκαινιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εγκαινιάσει
θα έχω εγκαινιασμένο
θα έχουμε εγκαινιάσει
θα έχουμε εγκαινιασμένο
θα έχω εγκαινιαστεί
θα είμαι εγκαινιασμένος, -η
θα έχουμε εγκαινιαστεί
θα είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
θα έχεις εγκαινιάσει
θα έχεις εγκαινιασμένο
θα έχετε εγκαινιάσει
θα έχετε εγκαινιασμένο
θα έχεις εγκαινιαστεί
θα είσαι εγκαινιασμένος, -η
θα έχετε εγκαινιαστεί
θα είστε εγκαινιασμένοι, -ες
θα έχει εγκαινιάσει
θα έχει εγκαινιασμένο
θα έχουν εγκαινιάσει
θα έχουν εγκαινιασμένο
θα έχει εγκαινιαστεί
θα είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
θα έχουν εγκαινιαστεί
θα είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εγκαινιάζω να εγκαινιάζουμε, να εγκαινιάζομε να εγκαινιάζομαι να εγκαινιαζόμαστε
να εγκαινιάζεις να εγκαινιάζετε να εγκαινιάζεσαι να εγκαινιάζεστε, να εγκαινιαζόσαστε
να εγκαινιάζει να εγκαινιάζουν(ε) να εγκαινιάζεται να εγκαινιάζονται
Aorist να εγκαινιάσω να εγκαινιάσουμε, να εγκαινιάσομε να εγκαινιαστώ να εγκαινιαστούμε
να εγκαινιάσεις να εγκαινιάσετε να εγκαινιαστείς να εγκαινιαστείτε
να εγκαινιάσει να εγκαινιάσουν να εγκαινιαστεί να εγκαινιαστούν(ε)
Perf να έχω εγκαινιάσει
να έχω εγκαινιασμένο
να έχουμε εγκαινιάσει
να έχουμε εγκαινιασμένο
να έχω εγκαινιαστεί
να είμαι εγκαινιασμένος, -η
να έχουμε εγκαινιαστεί
να είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
να έχεις εγκαινιάσει
να έχεις εγκαινιασμένο
να έχετε εγκαινιάσει
να έχετε εγκαινιασμένο
να έχεις εγκαινιαστεί
να είσαι εγκαινιασμένος, -η
να έχετε εγκαινιαστεί
να είστε εγκαινιασμένοι, -ες
να έχει εγκαινιάσει
να έχει εγκαινιασμένο
να έχουν εγκαινιάσει
να έχουν εγκαινιασμένο
να έχει εγκαινιαστεί
να είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
να έχουν εγκαινιαστεί
να είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εγκαινίαζε εγκαινιάζετε εγκαινιάζεστε
Aorist εγκαινίασε εγκαινιάστε εγκαινιάσου εγκαινιαστείτε
Part
iciple
Pres εγκαινιάζοντας εγκαινιαζόμενος
Perf έχοντας εγκαινιάσει, έχοντας εγκαινιασμένο εγκαινιασμένος, -η, -ο εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εγκαινιάσει εγκαινιαστεί