ΕΦΑΡΜΟΖΩ
I apply
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εφαρμόζω εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε εφαρμόζομαι εφαρμοζόμαστε
εφαρμόζεις εφαρμόζετε εφαρμόζεσαι εφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε
εφαρμόζει εφαρμόζουν(ε) εφαρμόζεται εφαρμόζονται
Imper
fect
εφάρμοζα εφαρμόζαμε εφαρμοζόμουν(α) εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν
εφάρμοζες εφαρμόζατε εφαρμοζόσουν(α) εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν
εφάρμοζε εφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε) εφαρμοζόταν(ε) εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν
Aorist εφάρμοσα εφαρμόσαμε εφαρμόστηκα εφαρμοστήκαμε
εφάρμοσες εφαρμόσατε εφαρμόστηκες εφαρμοστήκατε
εφάρμοσε εφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε) εφαρμόστηκε εφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε
Per
fect
έχω εφαρμόσει
έχω εφαρμοσμένο
έχουμε εφαρμόσει
έχουμε εφαρμοσμένο
έχω εφαρμοστεί
είμαι εφαρμοσμένος, -η
έχουμε εφαρμοστεί
είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχεις εφαρμόσει
έχεις εφαρμοσμένο
έχετε εφαρμόσει
έχετε εφαρμοσμένο
έχεις εφαρμοστεί
είσαι εφαρμοσμένος, -η
έχετε εφαρμοστεί
είστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχει εφαρμόσει
έχει εφαρμοσμένο
έχουν εφαρμόσει
έχουν εφαρμοσμένο
έχει εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
έχουν εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εφαρμόσει
είχα εφαρμοσμένο
είχαμε εφαρμόσει
είχαμε εφαρμοσμένο
είχα εφαρμοστεί
ήμουν εφαρμοσμένος, -η
είχαμε εφαρμοστεί
ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχες εφαρμόσει
είχες εφαρμοσμένο
είχατε εφαρμόσει
είχατε εφαρμοσμένο
είχες εφαρμοστεί
ήσουν εφαρμοσμένος, -η
είχατε εφαρμοστεί
ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχε εφαρμόσει
είχε εφαρμοσμένο
είχαν εφαρμόσει
είχαν εφαρμοσμένο
είχε εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο
είχαν εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εφαρμόζω θα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομε θα εφαρμόζομαι θα εφαρμοζόμαστε
θα εφαρμόζεις θα εφαρμόζετε θα εφαρμόζεσαι θα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε
θα εφαρμόζει θα εφαρμόζουν(ε) θα εφαρμόζεται θα εφαρμόζονται
Simp
Fut
θα εφαρμόσω θα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομε θα εφαρμοστώ θα εφαρμοστούμε
θα εφαρμόσεις θα εφαρμόσετε θα εφαρμοστείς θα εφαρμοστείτε
θα εφαρμόσει θα εφαρμόσουν(ε) θα εφαρμοστεί θα εφαρμοστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εφαρμόσει
θα έχω εφαρμοσμένο
θα έχουμε εφαρμόσει
θα έχουμε εφαρμοσμένο
θα έχω εφαρμοστεί
θα είμαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχουμε εφαρμοστεί
θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχεις εφαρμόσει
θα έχεις εφαρμοσμένο
θα έχετε εφαρμόσει
θα έχετε εφαρμοσμένο
θα έχεις εφαρμοστεί
θα είσαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχετε εφαρμοστεί
θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχει εφαρμόσει
θα έχει εφαρμοσμένο
θα έχουν εφαρμόσει
θα έχουν εφαρμοσμένο
θα έχει εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
θα έχουν εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εφαρμόζω να εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομε να εφαρμόζομαι να εφαρμοζόμαστε
να εφαρμόζεις να εφαρμόζετε να εφαρμόζεσαι να εφαρμόζεστε, να εφαρμοζόσαστε
να εφαρμόζει να εφαρμόζουν(ε) να εφαρμόζεται να εφαρμόζονται
Aorist να εφαρμόσω να εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομε να εφαρμοστώ να εφαρμοστούμε
να εφαρμόσεις να εφαρμόσετε να εφαρμοστείς να εφαρμοστείτε
να εφαρμόσει να εφαρμόσουν να εφαρμοστεί να εφαρμοστούν(ε)
Perf να έχω εφαρμόσει
να έχω εφαρμοσμένο
να έχουμε εφαρμόσει
να έχουμε εφαρμοσμένο
να έχω εφαρμοστεί
να είμαι εφαρμοσμένος, -η
να έχουμε εφαρμοστεί
να είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχεις εφαρμόσει
να έχεις εφαρμοσμένο
να έχετε εφαρμόσει
να έχετε εφαρμοσμένο
να έχεις εφαρμοστεί
να είσαι εφαρμοσμένος, -η
να έχετε εφαρμοστεί
να είστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχει εφαρμόσει
να έχει εφαρμοσμένο
να έχουν εφαρμόσει
να έχουν εφαρμοσμένο
να έχει εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
να έχουν εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εφάρμοζε εφαρμόζετε εφαρμόζεστε
Aorist εφάρμοσε εφαρμόστε εφαρμόσου εφαρμοστείτε
Part
iciple
Pres εφαρμόζοντας εφαρμοζόμενος
Perf έχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένο εφαρμοσμένος, -η, -ο εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εφαρμόσει εφαρμοστεί