ΔΙΚΑΖΩ
I judge
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δικάζω δικάζουμε, δικάζομε δικάζομαι δικαζόμαστε
δικάζεις δικάζετε δικάζεσαι δικάζεστε, δικαζόσαστε
δικάζει δικάζουν(ε) δικάζεται δικάζονται
Imper
fect
δίκαζα δικάζαμε δικαζόμουν(α) δικαζόμαστε, δικαζόμασταν
δίκαζες δικάζατε δικαζόσουν(α) δικαζόσαστε, δικαζόσασταν
δίκαζε δίκαζαν, δικάζαν(ε) δικαζόταν(ε) δικάζονταν, δικαζόντανε, δικαζόντουσαν
Aorist δίκασα δικάσαμε δικάστηκα δικαστήκαμε
δίκασες δικάσατε δικάστηκες δικαστήκατε
δίκασε δίκασαν, δικάσαν(ε) δικάστηκε δικάστηκαν, δικαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω δικάσει
έχω δικασμένο
έχουμε δικάσει
έχουμε δικασμένο
έχω δικαστεί
είμαι δικασμένος, -η
έχουμε δικαστεί
είμαστε δικασμένοι, -ες
έχεις δικάσει
έχεις δικασμένο
έχετε δικάσει
έχετε δικασμένο
έχεις δικαστεί
είσαι δικασμένος, -η
έχετε δικαστεί
είστε δικασμένοι, -ες
έχει δικάσει
έχει δικασμένο
έχουν δικάσει
έχουν δικασμένο
έχει δικαστεί
είναι δικασμένος, -η, -ο
έχουν δικαστεί
είναι δικασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δικάσει
είχα δικασμένο
είχαμε δικάσει
είχαμε δικασμένο
είχα δικαστεί
ήμουν δικασμένος, -η
είχαμε δικαστεί
ήμαστε δικασμένοι, -ες
είχες δικάσει
είχες δικασμένο
είχατε δικάσει
είχατε δικασμένο
είχες δικαστεί
ήσουν δικασμένος, -η
είχατε δικαστεί
ήσαστε δικασμένοι, -ες
είχε δικάσει
είχε δικασμένο
είχαν δικάσει
είχαν δικασμένο
είχε δικαστεί
ήταν δικασμένος, -η, -ο
είχαν δικαστεί
ήταν δικασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δικάζω θα δικάζουμε, θα δικάζομε θα δικάζομαι θα δικαζόμαστε
θα δικάζεις θα δικάζετε θα δικάζεσαι θα δικάζεστε, θα δικαζόσαστε
θα δικάζει θα δικάζουν(ε) θα δικάζεται θα δικάζονται
Simp
Fut
θα δικάσω θα δικάσουμε, θα δικάσομε θα δικαστώ θα δικαστούμε
θα δικάσεις θα δικάσετε θα δικαστείς θα δικαστείτε
θα δικάσει θα δικάσουν(ε) θα δικαστεί θα δικαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δικάσει
θα έχω δικασμένο
θα έχουμε δικάσει
θα έχουμε δικασμένο
θα έχω δικαστεί
θα είμαι δικασμένος, -η
θα έχουμε δικαστεί
θα είμαστε δικασμένοι, -ες
θα έχεις δικάσει
θα έχεις δικασμένο
θα έχετε δικάσει
θα έχετε δικασμένο
θα έχεις δικαστεί
θα είσαι δικασμένος, -η
θα έχετε δικαστεί
θα είστε δικασμένοι, -ες
θα έχει δικάσει
θα έχει δικασμένο
θα έχουν δικάσει
θα έχουν δικασμένο
θα έχει δικαστεί
θα είναι δικασμένος, -η, -ο
θα έχουν δικαστεί
θα είναι δικασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δικάζω να δικάζουμε, να δικάζομε να δικάζομαι να δικαζόμαστε
να δικάζεις να δικάζετε να δικάζεσαι να δικάζεστε, να δικαζόσαστε
να δικάζει να δικάζουν(ε) να δικάζεται να δικάζονται
Aorist να δικάσω να δικάσουμε, να δικάσομε να δικαστώ να δικαστούμε
να δικάσεις να δικάσετε να δικαστείς να δικαστείτε
να δικάσει να δικάσουν να δικαστεί να δικαστούν(ε)
Perf να έχω δικάσει
να έχω δικασμένο
να έχουμε δικάσει
να έχουμε δικασμένο
να έχω δικαστεί
να είμαι δικασμένος, -η
να έχουμε δικαστεί
να είμαστε δικασμένοι, -ες
να έχεις δικάσει
να έχεις δικασμένο
να έχετε δικάσει
να έχετε δικασμένο
να έχεις δικαστεί
να είσαι δικασμένος, -η
να έχετε δικαστεί
να είστε δικασμένοι, -ες
να έχει δικάσει
να έχει δικασμένο
να έχουν δικάσει
να έχουν δικασμένο
να έχει δικαστεί
να είναι δικασμένος, -η, -ο
να έχουν δικαστεί
να είναι δικασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δίκαζε δικάζετε δικάζεστε
Aorist δίκασε δικάστε δικάσου δικαστείτε
Part
iciple
Pres δικάζοντας δικαζόμενος
Perf έχοντας δικάσει, έχοντας δικασμένο δικασμένος, -η, -ο δικασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δικάσει δικαστεί