ΔΙΑΛΥΩ
I dissolve
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαλύω, λύνω διαλύουμε, διαλύομε διαλύομαι διαλυόμαστε
διαλύεις διαλύετε διαλύεσαι διαλύεστε, διαλυόσαστε
διαλύει διαλύουν(ε) διαλύεται διαλύονται
Imper
fect
διέλυα διαλύαμε διαλυόμουν(α) διαλυόμαστε
διέλυες διαλύατε διαλυόσουν(α) διαλυόσαστε
διέλυε διέλυαν, διαλύαν(ε) διαλυόταν(ε) διαλύονταν
Aorist διέλυσα, διάλυσα διαλύσαμε διαλύθηκα διαλυθήκαμε
διέλυσες, διάλυσες διαλύσατε διαλύθηκες διαλυθήκατε
διέλυσε, διάλυσε διέλυσαν, διαλύσαν(ε) διαλύθηκε διαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαλύσει
έχω διαλυμένο
έχουμε διαλύσει
έχουμε διαλυμένο
έχω διαλυθεί
είμαι διαλυμένος, -η
έχουμε διαλυθεί
είμαστε διαλυμένοι, -ες
έχεις διαλύσει
έχεις διαλυμένο
έχετε διαλύσει
έχετε διαλυμένο
έχεις διαλυθεί
είσαι διαλυμένος, -η
έχετε διαλυθεί
είστε διαλυμένοι, -ες
έχει διαλύσει
έχει διαλυμένο
έχουν διαλύσει
έχουν διαλυμένο
έχει διαλυθεί
είναι διαλυμένος, -η, -ο
έχουν διαλυθεί
είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διαλύσει
είχα διαλυμένο
είχαμε διαλύσει
είχαμε διαλυμένο
είχα διαλυθεί
ήμουν διαλυμένος, -η
είχαμε διαλυθεί
ήμαστε διαλυμένοι, -ες
είχες διαλύσει
είχες διαλυμένο
είχατε διαλύσει
είχατε διαλυμένο
είχες διαλυθεί
ήσουν διαλυμένος, -η
είχατε διαλυθεί
ήσαστε διαλυμένοι, -ες
είχε διαλύσει
είχε διαλυμένο
είχαν διαλύσει
είχαν διαλυμένο
είχε διαλυθεί
ήταν διαλυμένος, -η, -ο
είχαν διαλυθεί
ήταν διαλυμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαλύω θα διαλύουμε, θα διαλύομε θα διαλύομαι θα διαλυόμαστε
θα διαλύεις θα διαλύετε θα διαλύεσαι θα διαλύεστε θα διαλυόσαστε
θα διαλύει θα διαλύουν(ε) θα διαλύεται θα διαλύονται
Simp
Fut
θα διαλύσω θα διαλύσουμε, θα διαλύσομε θα διαλυθώ θα διαλυθούμε
θα διαλύσεις θα διαλύσετε θα διαλυθείς θα διαλυθείτε
θα διαλύσει θα διαλύσουν(ε) θα διαλυθεί θα διαλυθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαλύσει
θα έχω διαλυμένο
θα έχουμε διαλύσει
θα έχουμε διαλυμένο
θα έχω διαλυθεί
θα είμαι διαλυμένος, -η
θα έχουμε διαλυθεί
θα είμαστε διαλυμένοι, -ες
θα έχεις διαλύσει
θα έχεις διαλυμένο
θα έχετε διαλύσει
θα έχετε διαλυμένο
θα έχεις διαλυθεί
θα είσαι διαλυμένος, -η
θα έχετε διαλυθεί
θα είστε διαλυμένοι, -ες
θα έχει διαλύσει
θα έχει διαλυμένο
θα έχουν διαλύσει
θα έχουν διαλυμένο
θα έχει διαλυθεί
θα είναι διαλυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλυθεί
θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαλύω να διαλύουμε, να διαλύομε να διαλύομαι να διαλυόμαστε
να διαλύεις να διαλύετε να διαλύεσαι να διαλύεστε, να διαλυόσαστε
να διαλύει να διαλύουν(ε) να διαλύεται να διαλύονται
Aorist να διαλύσω να διαλύσουμε, να διαλύσομε να διαλυθώ να διαλυθούμε
να διαλύσεις να διαλύσετε να διαλυθείς να διαλυθείτε
να διαλύσει να διαλύσουν(ε) να διαλυθεί να διαλυθούν(ε)
Perf να έχω διαλύσει
να έχω διαλυμένο
να έχουμε διαλύσει
να έχουμε διαλυμένο
να έχω διαλυθεί
να είμαι διαλυμένος, -η
να έχουμε διαλυθεί
να είμαστε διαλυμένοι, -ες
να έχεις διαλύσει
να έχεις διαλυμένο
να έχετε διαλύσει
να έχετε διαλυμένο
να έχεις διαλυθεί
να είσαι διαλυμένος, -η
να έχετε διαλυθεί
να είστε διαλυμένοι, -ες
να έχει διαλύσει
να έχει διαλυμένο
να έχουν διαλύσει
να έχουν διαλυμένο
να έχει διαλυθεί
να είναι διαλυμένος, -η, -ο
να έχουν διαλυθεί
να είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διάλυε διαλύετε διαλύεστε
Aorist διάλυσε διαλύστε, διαλύσετε διαλύσου διαλυθείτε
Part
iciple
Pres διαλύοντας
Perf έχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένο διαλυμένος, -η, -ο διαλυμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαλύσει διαλυθεί