ΔΙΑΦΩΝΩ
I disagree
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαφωνώ διαφωνούμε
διαφωνείς διαφωνείτε
διαφωνεί διαφωνούν(ε)
Imper
fect
διαφωνούσα διαφωνούσαμε
διαφωνούσες διαφωνούσατε
διαφωνούσε διαφωνούσαν(ε)
Aorist διαφώνησα διαφωνήσαμε
διαφώνησες διαφωνήσατε
διαφώνησε διαφώνησαν, διαφωνήσαν(ε)
Perf
ect
έχω διαφωνήσει έχουμε διαφωνήσει
έχεις διαφωνήσει έχετε διαφωνήσει
έχει διαφωνήσει έχουν διαφωνήσει
Plu
perf
ect
είχα διαφωνήσει είχαμε διαφωνήσει
είχες διαφωνήσει είχατε διαφωνήσει
είχε διαφωνήσει είχαν διαφωνήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαφωνώ θα διαφωνούμε
θα διαφωνείς θα διαφωνείτε
θα διαφωνεί θα διαφωνούν(ε)
Simp
Fut
θα διαφωνήσω θα διαφωνήσουμε
θα διαφωνήσεις θα διαφωνήσετε
θα διαφωνήσει θα διαφωνήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαφωνήσει θα έχουμε διαφωνήσει
θα έχεις διαφωνήσει θα έχετε διαφωνήσει
θα έχει διαφωνήσει θα έχουν διαφωνήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαφωνώ να διαφωνούμε
να διαφωνείς να διαφωνείτε
να διαφωνεί να διαφωνούν(ε)
Aorist να διαφωνήσω να διαφωνήσουμε, να διαφωνήσομε
να διαφωνήσεις να διαφωνήσετε
να διαφωνήσει να διαφωνήσουν(ε)
Perf να έχω διαφωνήσει να έχουμε διαφωνήσει
να έχεις διαφωνήσει να έχετε διαφωνήσει
να έχει διαφωνήσει να έχουν διαφωνήσει
Imper
ative
Pres διαφωνείτε
Aorist διαφώνησε διαφωνήστε, διαφωνήσετε
Part
iciple
Pres διαφωνώντας
Perf έχοντας διαφωνήσει
Infin Aorist διαφωνήσει