ΔΑΓΚΩΝΩ
I bite
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δαγκώνω δαγκώνουμε, δαγκώνομε δαγκώνομαι δαγκωνόμαστε
δαγκώνεις δαγκώνετε δαγκώνεσαι δαγκώνεστε, δαγκωνόσαστε
δαγκώνει δαγκώνουν(ε) δαγκώνεται δαγκώνονται
Imper
fect
δάγκωνα δαγκώναμε δαγκωνόμουν(α) δαγκωνόμαστε, δαγκωνόμασταν
δάγκωνες δαγκώνατε δαγκωνόσουν(α) δαγκωνόσαστε, δαγκωνόσασταν
δάγκωνε δάγκωναν, δαγκώναν(ε) δαγκωνόταν(ε) δαγκώνονταν, δαγκωνόντανε, δαγκωνόντουσαν
Aorist δάγκωσα δαγκώσαμε δαγκώθηκα δαγκωθήκαμε
δάγκωσες δαγκώσατε δαγκώθηκες δαγκωθήκατε
δάγκωσε δάγκωσαν, δαγκώσαν(ε) δαγκώθηκε δαγκώθηκαν, δαγκωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω δαγκώσει
έχω δαγκωμένο
έχουμε δαγκώσει
έχουμε δαγκωμένο
έχω δαγκωθεί
είμαι δαγκωμένος, -η
έχουμε δαγκωθεί
είμαστε δαγκωμένοι, -ες
έχεις δαγκώσει
έχεις δαγκωμένο
έχετε δαγκώσει
έχετε δαγκωμένο
έχεις δαγκωθεί
είσαι δαγκωμένος, -η
έχετε δαγκωθεί
είστε δαγκωμένοι, -ες
έχει δαγκώσει
έχει δαγκωμένο
έχουν δαγκώσει
έχουν δαγκωμένο
έχει δαγκωθεί
είναι δαγκωμένος, -η, -ο
έχουν δαγκωθεί
είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δαγκώσει
είχα δαγκωμένο
είχαμε δαγκώσει
είχαμε δαγκωμένο
είχα δαγκωθεί
ήμουν δαγκωμένος, -η
είχαμε δαγκωθεί
ήμαστε δαγκωμένοι, -ες
είχες δαγκώσει
είχες δαγκωμένο
είχατε δαγκώσει
είχατε δαγκωμένο
είχες δαγκωθεί
ήσουν δαγκωμένος, -η
είχατε δαγκωθεί
ήσαστε δαγκωμένοι, -ες
είχε δαγκώσει
είχε δαγκωμένο
είχαν δαγκώσει
είχαν δαγκωμένο
είχε δαγκωθεί
ήταν δαγκωμένος, -η, -ο
είχαν δαγκωθεί
ήταν δαγκωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δαγκώνω θα δαγκώνουμε, θα δαγκώνομε θα δαγκώνομαι θα δαγκωνόμαστε
θα δαγκώνεις θα δαγκώνετε θα δαγκώνεσαι θα δαγκώνεστε, θα δαγκωνόσαστε
θα δαγκώνει θα δαγκώνουν(ε) θα δαγκώνεται θα δαγκώνονται
Simp
Fut
θα δαγκώσω θα δαγκώσουμε, θα δαγκώσομε θα δαγκωθώ θα δαγκωθούμε
θα δαγκώσεις θα δαγκώσετε θα δαγκωθείς θα δαγκωθείτε
θα δαγκώσει θα δαγκώσουν θα δαγκωθεί θα δαγκωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δαγκώσει
θα έχω δαγκωμένο
θα έχουμε δαγκώσει
θα έχουμε δαγκωμένο
θα έχω δαγκωθεί
θα είμαι δαγκωμένος, -η
θα έχουμε δαγκωθεί
θα είμαστε δαγκωμένοι, -ες
θα έχεις δαγκώσει
θα έχεις δαγκωμένο
θα έχετε δαγκώσει
θα έχετε δαγκωμένο
θα έχεις δαγκωθεί
θα είσαι δαγκωμένος, -η
θα έχετε δαγκωθεί
θα είστε δαγκωμένοι, -ες
θα έχει δαγκώσει
θα έχει δαγκωμένο
θα έχουν δαγκώσει
θα έχουν δαγκωμένο
θα έχει δαγκωθεί
θα είναι δαγκωμένος, -η, -ο
θα έχουν δαγκωθεί
θα είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δαγκώνω να δαγκώνουμε, να δαγκώνομε να δαγκώνομαι να δαγκωνόμαστε
να δαγκώνεις να δαγκώνετε να δαγκώνεσαι να δαγκώνεστε, να δαγκωνόσαστε
να δαγκώνει να δαγκώνουν(ε) να δαγκώνεται να δαγκώνονται
Aorist να δαγκώσω να δαγκώσουμε, να δαγκώσομε να δαγκωθώ να δαγκωθούμε
να δαγκώσεις να δαγκώσετε να δαγκωθείς να δαγκωθείτε
να δαγκώσει να δαγκώσουν(ε) να δαγκωθεί να δαγκωθούν(ε)
Perf να έχω δαγκώσει
να έχω δαγκωμένο
να έχουμε δαγκώσει
να έχουμε δαγκωμένο
να έχω δαγκωθεί
να είμαι δαγκωμένος, -η
να έχουμε δαγκωθεί
να είμαστε δαγκωμένοι, -ες
να έχεις δαγκώσει
να έχεις δαγκωμένο
να έχετε δαγκώσει
να έχετε δαγκωμένο
να έχεις δαγκωθεί
να είσαι δαγκωμένος, -η
να έχετε δαγκωθεί
να είστε δαγκωμένοι, -ες
να έχει δαγκώσει
να έχει δαγκωμένο
να έχουν δαγκώσει
να έχουν δαγκωμένο
να έχει δαγκωθεί
να είναι δαγκωμένος, -η, -ο
να έχουν δαγκωθεί
να είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δάγκωνε δαγκώνετε δαγκώνεστε
Aorist δάγκωσε δαγκώστε, δαγκώσετε δαγκώσου δαγκωθείτε
Part
iciple
Pres δαγκώνοντας
Perf έχοντας δαγκώσει, έχοντας δαγκωμένο δαγκωμένος, -η, -ο δαγκωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δαγκώσει δαγκωθεί