ΒΟΥΛΟΜΑΙ
I wish
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βούλομαι βουλόμαστε
βούλεσαι βούλεστε, βουλόσαστε
βούλεται βούλονται
Imper
fect
βουλόμουν(α) βουλόμαστε, βουλόμασταν
βουλόσουν(α) βουλόσαστε, βουλόσασταν
βουλόταν(ε) βούλονταν, βουλόντανε, βουλόντουσαν
Aorist βουλήθηκα βουληθήκαμε
βουλήθηκες βουληθήκατε
βουλήθηκε βουλήθηκαν, βουληθήκαν(ε)
Per
fect
έχω βουληθεί έχουμε βουληθεί
έχεις βουληθεί έχετε βουληθεί
έχει βουληθεί έχουν βουληθεί
Plu
per
fect
είχα βουληθεί είχαμε βουληθεί
είχες βουληθεί είχατε βουληθεί
είχε βουληθεί είχαν βουληθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα βούλομαι θα βουλόμαστε
θα βούλεσαι θα βούλεστε, θα βουλόσαστε
θα βούλεται θα βούλονται
Simp
Fut
θα βουληθώ θα βουληθούμε
θα βουληθείς θα βουληθείτε
θα βουληθεί θα βουληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βουληθεί θα έχουμε βουληθεί
θα έχεις βουληθεί θα έχετε βουληθεί
θα έχει βουληθεί θα έχουν βουληθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βούλομαι να βουλόμαστε
να βούλεσαι να βούλεστε, να βουλόσαστε
να βούλεται να βούλονται
Aorist να βουληθώ να βουληθούμε
να βουληθείς να βουληθείτε
να βουληθεί να βουληθούν(ε)
Perf να έχω βουληθεί να έχουμε βουληθεί
να έχεις βουληθεί να έχετε βουληθεί
να έχει βουληθεί να έχουν βουληθεί
Imper
ative
Pres βούλεστε
Aorist βουλήσου βουληθείτε
Part
iciple
Pres βουλόμενος
Perf
Infin Aorist βουληθεί