ΒΟΥΛΙΑΖΩ
I ruin
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βουλιάζω βουλιάζουμε, βουλιάζομε
βουλιάζεις βουλιάζετε
βουλιάζει βουλιάζουν(ε)
Imper
fect
βούλιαζα βουλιάζαμε
βούλιαζες βουλιάζατε
βούλιαζε βούλιαζαν, βουλιάζαν(ε)
Aorist βούλιαξα βουλιάξαμε
βούλιαξες βουλιάξατε
βούλιαξε βούλιαξαν, βουλιάξαν(ε)
Per
fect
έχω βουλιάξει έχουμε βουλιάξει
έχεις βουλιάξει έχετε βουλιάξει
έχει βουλιάξει έχουν βουλιάξει>
Plu
per
fect
είχα βουλιάξει είχαμε βουλιάξει
είχες βουλιάξει είχατε βουλιάξει
είχε βουλιάξει είχαν βουλιάξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα βουλιάζω θα βουλιάζουμε, θα βουλιάζομε
θα βουλιάζεις θα βουλιάζετε
θα βουλιάζει θα βουλιάζουν(ε)
Simp
Fut
θα βουλιάξω θα βουλιάξουμε, θα βουλιάξομε
θα βουλιάξεις θα βουλιάξετε
θα βουλιάξει θα βουλιάξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βουλιάξει θα έχουμε βουλιάξει
θα έχεις βουλιάξει θα έχετε βουλιάξει
θα έχει βουλιάξει θα έχουν βουλιάξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βουλιάζω να βουλιάζουμε, να βουλιάζομε
να βουλιάζεις να βουλιάζετε
να βουλιάζει να βουλιάζουν(ε)
Aorist να βουλιάξω να βουλιάξουμε, να βουλιάξομε
να βουλιάξεις να βουλιάξετε
να βουλιάξει να βουλιάξουν(ε)
Perf να έχω βουλιάξει να έχουμε βουλιάξει
να έχεις βουλιάξει να έχετε βουλιάξει
να έχει βουλιάξει να έχουν βουλιάξει
Imper
ative
Pres βούλιαζε βουλιάζετε
Aorist βούλιαξε βουλιάξτε, βουλιάχτε
Part
iciple
Pres βουλιάζοντας
Perf έχοντας βουλιάξει
βουλιαγμένος
Infin Aorist βουλιάξει