ΒΟΓΚΑΩ
I groan
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βογκάω, βογκώ βογκάμε, βογκούμε
βογκάς βογκάτε
βογκάει, βογκά βογκάν(ε), βογκούν(ε)
Imper
fect
βογκούσα, βόγκαγα βογκούσαμε, βογκάγαμε
βογκούσες, βόγκαγες βογκούσατε, βογκάγατε
βογκούσε, βόγκαγε βογκούσαν(ε), βόγκαγαν, βογκάγανε
Aorist βόγκηξα βογκήξαμε
βόγκηξες βογκήξατε
βόγκηξε βόγκηξαν, βογκήξαν(ε)
Perf
ect
έχω βογκήξει έχουμε βογκήξει
έχεις βογκήξει έχετε βογκήξει
έχει βογκήξει έχουν βογκήξει
Plu
perf
ect
είχα βογκήξει είχαμε βογκήξει
είχες βογκήξει είχατε βογκήξει
είχε βογκήξει είχαν βογκήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα βογκάω, θα βογκώ θα βογκάμε, θα βογκούμε
θα βογκάς θα βογκάτε
θα βογκάει, θα βογκά θα βογκάν(ε), θα βογκούν(ε)
Simp
Fut
θα βογκήξω θα βογκήξουμε, θα βογκήξομε
θα βογκήξεις θα βογκήξετε
θα βογκήξει θα βογκήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βογκήξει θα έχουμε βογκήξει
θα έχεις βογκήξει θα έχετε βογκήξει
θα έχει βογκήξει θα έχουν βογκήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βογκάω, να βογκώ να βογκάμε, να βογκούμε
να βογκάς να βογκάτε
να βογκάει, να βογκά να βογκάν(ε), να βογκούν(ε)
Aorist να βογκήξω να βογκήξουμε, να βογκήξομε
να βογκήξεις να βογκήξετε
να βογκήξει να βογκήξουν(ε)
Perf να έχω βογκήξει να έχουμε βογκήξει
να έχεις βογκήξει να έχετε βογκήξει
να έχει βογκήξει να έχουν βογκήξει
Imper
ative
Pres βόγκα, βόγκαγε βογκάτε
Aorist βόγκηξε, βόγκα βογκήξτε, βογκήχτε
Part
iciple
Pres βογκώντας
Perf έχοντας βογκήξει
Infin Aorist βογκήξει