ΒΛΑΣΤΑΙΝΩ
I sprout
Active Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βλασταίνω, βλαστάνω βλασταίνουμε, βλασταίνομε
βλασταίνεις βλασταίνετε
βλασταίνει βλασταίνουν(ε)
Imper
fect
βλάσταινα βλασταίναμε
βλάσταινες βλασταίνατε
βλάσταινε βλάσταιναν, βλασταίναν(ε)
Aorist βλάστησα βλαστήσαμε
βλάστησες βλαστήσατε
βλάστησε βλάστησαν, βλαστήσαν(ε)
Per
fect
έχω βλαστήσει έχουμε βλαστήσει
έχεις βλαστήσει έχετε βλαστήσει
έχει βλαστήσει έχουν βλαστήσει
Plu
per
fect
είχα βλαστήσει είχαμε βλαστήσει
είχες βλαστήσει είχατε βλαστήσει
είχε βλαστήσει είχαν βλαστήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα βλασταίνω θα βλασταίνουμε, θα βλασταίνομε
θα βλασταίνεις θα βλασταίνετε
θα βλασταίνει θα βλασταίνουν(ε)
Simp
Fut
θα βλαστήσω θα βλαστήσουμε, θα βλαστήσομε
θα βλαστήσεις θα βλαστήσετε
θα βλαστήσει θα βλαστήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βλαστήσει θα έχουμε βλαστήσει
θα έχεις βλαστήσει θα έχετε βλαστήσει
θα έχει βλαστήσει θα έχουν βλαστήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βλασταίνω να βλασταίνουμε, να βλασταίνομε
να βλασταίνεις να βλασταίνετε
να βλασταίνει να βλασταίνουν(ε)
Aorist να βλαστήσω να βλαστήσουμε, να βλαστήσομε
να βλαστήσεις να βλαστήσετε
να βλαστήσει να βλαστήσουν(ε)
Perf να έχω βλαστήσει να έχουμε βλαστήσει
να έχεις βλαστήσει να έχετε βλαστήσει
να έχει βλαστήσει να έχουν βλαστήσει
Imper
ative
Pres βλάσταινε βλασταίνετε
Aorist βλάστησε βλαστήστε
Part
iciple
Pres βλασταίνοντας
Perf έχοντας βλαστήσει, βλαστημένος
Infin Aorist βλαστήσει