ΒΛΑΠΤΩ
I harm
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βλάπτω, βλάφτω βλάπτουμε, βλάπτομε βλάπτομαι βλαπτόμαστε
βλάπτεις βλάπτετε βλάπτεσαι βλάπτεστε, βλαπτόσαστε
βλάπτει βλάπτουν(ε) βλάπτεται βλάπτονται
Imper
fect
έβλαπτα βλάπταμε βλαπτόμουν(α) βλαπτόμαστε, βλαπτόμασταν
έβλαπτες βλάπτατε βλαπτόσουν(α) βλαπτόσαστε
έβλαπτε έβλαπταν, βλάπταν(ε) βλαπτόταν(ε) βλάπτονταν
Aorist έβλαψα βλάψαμε βλάφτηκα βλαφτήκαμε
έβλαψες βλάψατε βλάφτηκες βλαπτήκατε
έβλαψε έβλαψαν, βλάψαν(ε) βλάφτηκε βλάφτηκαν, βλαπτήκαν(ε)
Per
fect
έχω βλάψει
έχω βλαμμένο
έχουμε βλάψει
έχουμε βλαμμένο
έχω βλαφτεί
είμαι βλαμμένος, -η
έχουμε βλαφτεί
είμαστε βλαμμένοι, -ες
έχεις βλάψει
έχεις βλαμμένο
έχετε βλάψει
έχετε βλαμμένο
έχεις βλαφτεί
είσαι βλαμμένος, -η
έχετε βλαφτεί
είστε βλαμμένοι, -ες
έχει βλάψει
έχει βλαμμένο
έχουν βλάψει
έχουν βλαμμένο
έχει βλαφτεί
είναι βλαμμένος, -η, -ο
έχουν βλαφτεί
είναι βλαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βλάψει
είχα βλαμμένο
είχαμε βλάψει
είχαμε βλαμμένο
είχα βλαφτεί
ήμουν βλαμμένος, -η
είχαμε βλαφτεί
ήμαστε βλαμμένοι, -ες
είχες βλάψει
είχες βλαμμένο
είχατε βλάψει
είχατε βλαμμένο
είχες βλαφτεί
ήσουν βλαμμένος, -η
είχατε βλαφτεί
ήσαστε βλαμμένοι, -ες
είχε βλάψει
είχε βλαμμένο
είχαν βλάψει
είχαν βλαμμένο
είχε βλαφτεί
ήταν βλαμμένος, -η, -ο
είχαν βλαφτεί
ήταν βλαμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βλάπτω θα βλάπτουμε, θα βλάπτομε θα βλάπτομαι θα βλαπτόμαστε
θα βλάπτεις θα βλάπτετε θα βλάπτεσαι θα βλάπτεστε, θα βλαπτόσαστε
θα βλάπτει θα βλάπτουν(ε) θα βλάπτεται θα βλάπτονται
Simp
Fut
θα βλάψω θα βλάψουμε, θα βλάψομε θα βλαπφτώ θα βλαπφτούμε
θα βλάψεις θα βλάψετε θα βλαφτείς θα βλαφτείτε
θα βλάψει θα βλάψουν(ε) θα βλαφτεί θα βλαφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βλάψει
θα έχω βλαμμένο
θα έχουμε βλάψει
θα έχουμε βλαμμένο
θα έχω βλαφτεί
θα είμαι βλαμμένος, -η
θα έχουμε βλαφτεί
θα είμαστε βλαμμένοι, -ες
θα έχεις βλάψει
θα έχεις βλαμμένο
θα έχετε βλάψει
θα έχετε βλαμμένο
θα έχεις βλαφτεί
θα είσαι βλαμμένος, -η
θα έχετε βλαφτεί
θα είστε βλαμμένοι, -ες
θα έχει βλάψει
θα έχει βλαμμένο
θα έχουν βλάψει
θα έχουν βλαμμένο
θα έχει βλαφτεί
θα είναι βλαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βλαφτεί
θα είναι βλαμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βλάπτω να βλάπτουμε, να βλάπτομε να βλάπτομαι να βλαπτόμαστε
να βλάπτεις να βλάπτετε να βλάπτεσαι να βλάπτεστε, να βλαπτόσαστε
να βλάπτει να βλάπτουν(ε) να βλάπτεται να βλάπτονται
Aorist να βλάψω να βλάψουμε, να βλάψομε να βλαφτώ να βλαφτούμε
να βλάψεις να βλάψετε να βλαφτείς να βλαφτείτε
να βλάψει να βλάψουν(ε) να βλαφτεί να βλαφτούν(ε)
Perf να έχω βλάψει
να έχω βλαμμένο
να έχουμε βλάψει
να έχουμε βλαμμένο
να έχω βλαφτεί
να είμαι βλαμμένος, -η
να έχουμε βλαφτεί
να είμαστε βλαμμένοι, -ες
να έχεις βλάψει
να έχεις βλαμμένο
να έχετε βλάψει
να έχετε βλαμμένο
να έχεις βλαφτεί
να είσαι βλαμμένος, -η
να έχετε βλαφτεί
να είστε βλαμμένοι, -ες
να έχει βλάψει
να έχει βλαμμένο
να έχουν βλάψει
να έχουν βλαμμένο
να έχει βλαφτεί
να είναι βλαμμένος, -η, -ο
να έχουν βλαφτεί
να είναι βλαμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έβλαπτε βλάπτετε βλάπτεστε
Aorist βλάψε βλάψετε, βλάψτε βλάφτου βλαφτείτε
Part
iciple
Pres βλάπτοντας βλαπτόμενος
Perf έχοντας βλάψει, έχοντας βλαμμένο βλαμμένος, -η, -ο βλαμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βλάψει βλαφτεί