ΒΗΧΩ
I cough
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βήχω βήχουμε, βήχομε
βήχεις βήχετε
βήχει βήχουν(ε)
Imper
fect
έβηχα βήχαμε
έβηχες βήχατε
έβηχε έβηχαν, βήχαν(ε)
Aorist έβηξα βήξαμε
έβηξες βήξατε
έβηξε έβηξαν, βήξαν(ε)
Per
fect
έχω βήξει έχουμε βήξει
έχεις βήξει έχετε βήξει
έχει βήξει έχουν βήξει
Plu
per
fect
είχα βήξει είχαμε βήξει
είχες βήξει είχατε βήξει
είχε βήξει είχαν βήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα βήχω θα βήχουμε, θα βήχομε
θα βήχεις θα βήχετε
θα βήχει θα βήχουν(ε)
Simp
Fut
θα βήξω θα βήξουμε, θα βήξομε
θα βήξεις θα βήξετε
θα βήξει θα βήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βήξει θα έχουμε βήξει
θα έχεις βήξει θα έχετε βήξει
θα έχει βήξει θα έχουν βήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βήχω να βήχουμε, να βήχομε
να βήχεις να βήχετε
να βήχει να βήχουν(ε)
Aorist να βήξω να βήξουμε, να βήξομε
να βήξεις να βήξετε
να βήξει να βήξουν(ε)
Perf να έχω βήξει να έχουμε βήξει
να έχεις βήξει να έχετε βήξει
να έχει βήξει να έχουν βήξει
Imper
ative
Pres βήχε βήχετε
Aorist βήξε βήξετε, βήξτε
Part
iciple
Pres βήχοντας
Perf έχοντας βήξει
Infin Aorist βήξει