| ΒΙΑΖΩ I force, rape | Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E | Pres ent | βιάζω | βιάζουμε, βιάζομε | βιάζομαι | βιαζόμαστε | 
| βιάζεις | βιάζετε | βιάζεσαι | βιάζεστε, βιαζόσαστε | ||
| βιάζει | βιάζουν(ε) | βιάζεται | βιάζονται | ||
| Imper fect | βίαζα, έβιαζα | βιάζαμε | βιαζόμουν(α) | βιαζόμαστε, βιαζόμασταν | |
| βίαζες, έβιαζες | βιάζατε | βιαζόσουν(α) | βιαζόσαστε, βιαζόσασταν | ||
| βίαζε, έβιαζε | βίαζαν, βιάζαν(ε), έβιαζαν | βιαζόταν(ε) | βιάζονταν, βιαζόντανε, βιαζόντουσαν | ||
| Aorist | βίασα, έβιασα | βιάσαμε | βιάστηκα | βιαστήκαμε | |
| βίασες, έβιασες | βιάσατε | βιάστηκες | βιαστήκατε | ||
| βίασε, έβιασε | βίασαν, βιάσαν(ε), έβιασαν | βιάστηκε | βιάστηκαν, βιαστήκαν(ε) | ||
| Per fect | έχω    βιάσει έχω βιασμένο | έχουμε βιάσει έχοθμε βιασμένο | έχω    βιαστεί είμαι βιασμένος, -η | έχουμε βιαστεί είμαστε βιασμένοι, -ες | |
| έχεις βιάσει έχεις βιασμένο | έχετε βιάσει έχετε βιασμένο | έχεις βιαστεί είσαι βιασμένος, -η | έχετε βιαστεί είστε βιασμένοι, -ες | ||
| έχει  βιάσει έχει βιασμένο | έχουν βιάσει έχουν βιασμένο | έχει  βιαστεί είναι βιασμένος, -η, -ο | έχουν βιαστεί είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
| Plu per fect | είχα   βιάσει είχα βιασμένο | είχαμε βιάσει είχαμε βιασμένο | είχα   βιαστεί ήμουν βιασμένος, -η | είχαμε βιαστεί ήμαστε βιασμένοι, -ες | |
| είχες  βιάσει είχες βιασμένο | είχατε βιάσει είχατε βιασμένο | είχες  βιαστεί ήσουν βιασμένος, -η | είχατε βιαστεί ήσαστε βιασμένοι, -ες | ||
| είχε  βιάσει είχε βιασμένο | είχαν βιάσει είχαν βιασμένο | είχε  βιαστεί ήταν βιασμένος, -η, -ο | είχαν βιαστεί ήταν βιασμένοι, -ες, -α | ||
| Fut ure Cont inuous | θα βιάζω | θα βιάζουμε, θα βιάζομε | θα βιάζομαι | θα βιαζόμαστε | |
| θα βιάζεις | θα βιάζετε | θα βιάζεσαι | θα βιάζεστε, θα βιαζόσατε | ||
| θα βιάζει | θα βιάζουν(ε) | θα βιάζεται | θα βιάζονται | ||
| Simp Fut | θα βιάσω | θα βιάσουμε, θα βιάσομε | θα βιαστώ | θα βιαστούμε | |
| θα βιάσεις | θα βιάσετε | θα βιαστείς | θα βιαστείτε | ||
| θα βιάσει | θα βιάσουν(ε) | θα βιαστεί | θα βιαστούν(ε) | ||
| Fut Perf | θα έχω    βιάσει θα έχω βιασμένο | θα έχουμε βιάσει θα έχουμε βιασμένο | θα έχω    βιαστεί θα είμαι βιασμένος, -η | θα έχουμε βιαστεί θα είμαστε βιασμένοι, -ες | |
| θα έχεις βιάσει θα έχεις βιασμένο | θα έχετε βιάσει θα έχετε βιασμένο | θα έχεις βιαστεί θα είσαι βιασμένος, -η | θα έχετε βιαστεί θα είστε βιασμένοι, -ες | ||
| θα έχει  βιάσει θα έχει βιασμένο | θα έχουν βιάσει θα έχουν βιασμένο | θα έχει  βιαστεί θα είναι βιασμένος, -η, -ο | θα έχουν βιαστεί θα είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
| S U B J U N C T I V E | Pres ent | να βιάζω | να βιάζουμε | να βιάζομαι | να βιαζόμαστε | 
| να βιάζεις | να βιάζετε | να βιάζεσαι | να βιάζεστε, να βιαζόσαστε | ||
| να βιάζει | να βιάζουν(ε) | να βιάζεται | να βιάζονται | ||
| Aorist | να βιάσω | να βιάσουμε | να βιαστώ | να βιαστούμε | |
| να βιάσεις | να βιάσετε | να βιαστείς | να βιαστείτε | ||
| να βιάσει | να βιάσουν(ε) | να βιαστεί | να βιαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω     βιάσει να έχω βιασμένο | να έχουμε  βιάσει να έχουμε βιασμένο | να έχω     βιαστεί να είμαι βιασμένος, -η | να έχουμε  βιαστεί να είμαστε βιασμένοι, -ες | |
| να έχεις βιάσει να έχεις βιασμένο | να έχετε βιάσει να έχετε βιασμένο | να έχεις βιαστεί να είσαι βιασμένος, -η | να έχετε βιαστεί να είστε βιασμένοι, -ες | ||
| να έχει  βιάσει να έχει βιασμένο | να έχουν βιάσει να έχουν βιασμένο | να έχει  βιαστεί | να έχουν βιαστεί να είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
| Imper ative | Pres | βίαζε | βιάζετε | βιάζεστε | |
| Aorist | βίασε | βιάστε | βιάσου | βιαστείτε | |
| Part iciple | Pres | βιάζοντας | |||
| Perf | έχοντας βιάσει, έχοντας βιασμένο | βιασμένος, -η, -ο | βιασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | βιάσει | βιαστεί | ||
