ΒΓΑΙΝΩ
I go out
Active/Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βγαίνω βγαίνουμε, βγαίνομε
βγαίνεις βγαίνετε
βγαίνει βγαίνουν(ε)
Imper
fect
έβγαινα βγαίναμε
έβγαινες βγαίνατε
έβγαινε έβγαιναν, βγαίναν(ε)
Aorist βγήκα βγήκαμε
βγήκες βγήκατε
βγήκε βγήκαν(ε)
Per
fect
έχω βγει
(είμαι βγαλμένος, -η)
έχουμε βγει
(είμαστε βγαλμένοι, -ες)
έχεις βγει
(είσαι βγαλμένος, -η)
έχετε βγει
(είστε βγαλμένοι, -ες)
έχει βγει
(είναι βγαλμένος, -η, -ο)
έχουν βγει
(είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fect
είχα βγει
(ήμουν βγαλμένος, -η)
είχαμε βγει
(ήμαστε βγαλμένοι, -ες)
είχες βγει
(ήσουν βγαλμένος, -η)
είχατε βγει
(ήσαστε βγαλμένοι, -ες)
είχε βγει
(ήταν βγαλμένος, -η, -ο)
είχαν βγει
(ήταν βγαλμένοι, -ες, -α)
Fut
ure
Cont
inuous
θα βγαίνω θα βγαίνουμε, θα βγαίνομε
θα βγαίνεις θα βγαίνετε
θα βηγαίνει θα βηγαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα βγω, θά βγω θα βγούμε, θά βγουμε
θα βγεις, θά βγεις θα βγείτε, θά βγετε
θα βγει, θά βγει θα βγουν, θα βγούνε, θά βγουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βγει
(θα είμαι βγαλμένος, -η)
θα έχουμε βγει
(θα είμαστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχεις βγει
(θα είσαι βγαλμένος, -η)
θα έχετε βγει
(θα είστε βγαλμένοι, -ες)
θα έχει βγει
(θα είναι βγαλμένος, -η, -ο)
θα έχουν βγει
(θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βγαίνω να βγαίνουμε, να βγαίνομε
να βγαίνεις να βγαίνετε
να βγαίνει να βγαίνουν(ε)
Aorist να βγω, νά βγω να βγούμε
να βγεις να βγείτε
να βγει να βγουν, να βγούνε
Perf να έχω βγει
(να είμαι βγαλμένος, -η)
να έχουμε βγει
(να είμαστε βγαλμένοι, -ες)
να έχεις βγει
(να είσαι βγαλμένος, -η)
να έχετε βγει
(να είστε βγαλμένοι, -ες)
να έχει βγει
(να είναι βγαλμένος, -η, -ο)
να έχουν βγει
(να είναι βγαλμένοι, -ες, -α)
Imper
ative
Pres βγαίνε βγαίνετε
Aorist βγες, έβγα βγείτε, βγέστε
Part
iciple
Pres βγαίνοντας
Perf έχοντας βγει, (όντας βγαλμένος)
Infin Aorist βγει