ΒΓΑΖΩ
I take out
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βγάζω βγάζουμε, βγάζομε βγάζομαι βγαζόμαστε
βγάζεις βγάζετε βγάζεσαι βγάζεστε, βγαζόσαστε
βγάζει βγάζουν(ε) βγάζεται βγάζονται
Imper
fect
έβγαζα βγάζαμε βγαζόμουν(α) βγαζόμαστε, βγαζόμασταν
έβγαζες βγάζατε βγαζόσουν(α) βγαζόσαστε, βγαζόσασταν
έβγαζε έβγαζαν, βγάζαν(ε) βγαζόταν(ε) βγάζονταν, βγαζόντανε, βγαζόντουσαν
Aorist έβγαλα βγάλαμε βγάλθηκα βγαλθήκαμε
έβγαλες βγάλατε βγάλθηκες βγαλθήκατε
έβγαλε έβγαλαν, βγάλαν(ε) βγάλθηκε βγάλθηκαν, βγαλθήκαν(ε)
Per
fect
έχω βγάλει
έχω βγαλμένο
έχουμε βγάλει
έχουμε βγαλμένο
έχω βγαλθεί
είμαι βγαλμένος, -η
έχουμε βγαλθεί
είμαστε βγαλμένοι, -ες
έχεις βγάλει
έχεις βγαλμένο
έχετε βγάλει
έχετε βγαλμένο
έχεις βγαλθεί
είσαι βγαλμένος, -η
έχετε βγαλθεί
είστε βγαλμένοι, -ες
έχει βγάλει
έχει βγαλμένο
έχουν βγάλει
έχουν βγαλμένο
έχει βγαλθεί
είναι βγαλμένος, -η, -ο
έχουν βγαλθεί
είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βγάλει
είχα βγαλμένο
είχαμε βγάλει
είχαμε βγαλμένο
είχα βγαλθεί
ήμουν βγαλμένος, -η
είχαμε βγαλθεί
ήμαστε βγαλμένοι, -ες
είχες βγάλει
είχες βγαλμένο
είχατε βγάλει
είχατε βγαλμένο
είχες βγαλθεί
ήσουν βγαλμένος, -η
είχατε βγαλθεί
ήσαστε βγαλμένοι, -ες
είχε βγάλει
είχε βγαλμένο
είχαν βγάλει
είχαν βγαλμένο
είχε βγαλθεί
ήταν βγαλμένος, -η, -ο
είχαν βγαλθεί
ήταν βγαλμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βγάζω θα βγάζουμε, θα βγάζομε θα βγάζομαι θα βγαζόμαστε
θα βγάζεις θα βγάζετε θα βγάζεσαι θα βγάζεστε, θα βγαζόσατε
θα βγάζει θα βγάζουνε θα βγάζεται θα βγάζονται
Simp
Fut
θα βγάλω θα βγάλουμε, θα βγάλομε θα βγαλθώ θα βγαλθούμε
θα βγάλεις θα βγάλετε θα βγαλθείς θα βγαλθείτε
θα βγάλει θα βγάλουνε θα βγαλθεί θα βγαλθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βγάλει
θα έχω βγαλμένο
θα έχουμε βγάλει
θα έχουμε βγαλμένο
θα έχω βγαλθεί
θα είμαι βγαλμένος, -η
θα έχουμε βγαλθεί
θα είμαστε βγαλμένοι, -ες
θα έχεις βγάλει
θα έχεις βγαλμένο
θα έχετε βγάλει
θα έχετε βγαλμένο
θα έχεις βγαλθεί
θα είσαι βγαλμένος, -η
θα έχετε βγάλει
θα είστε βγαλμένοι, -ες
θα έχει βγάλει
θα έχει βγαλμένο
θα έχουν βγάλει
θα έχουν βγαλμένο
θα έχει βγαλθεί
θα είναι βγαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βγαλθεί
θα είναι βγαλμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βγάζω να βγάζουμε, να βγάζομε να βγάζομαι να βγαζόμαστε
να βγάζεις να βγάζετε να βγάζεσαι να βγάζεστε, να βγαζόσαστε
να βγάζει να βγάζουνε να βγάζεται να βγάζονται
Aorist να βγάλω να βγάλουμε, να βγάλομε να βγαλθώ να βγαλθούμε
να βγάλεις να βγάλετε να βγαλθείς να βγαλθείτε
να βγάλει να βγάλουν(ε) να βγαλθεί να βγαλθούν(ε)
Perf να έχω βγάλει
να έχω βγαλμένο
να έχουμε βγάλει
να έχουμε βγαλμένο
να έχω βγαλθεί
να είμαι βγαλμένος, -η
να έχουμε βγαλθεί
να είμαστε βγαλμένοι, -ες
να έχεις βγάλει
να έχεις βγαλμένο
να έχετε βγάλει
να έχετε βγαλμένο
να έχεις βγαλθεί
να είσαι βγαλμένος, -η
να έχετε βγαλθεί
να είστε βγαλμένοι, -ες
να έχει βγάλει
να έχει βγαλμένο
να έχουν βγάλει
να έχουν βγαλμένο
να έχει βγαλθεί
να είναι βγαλμένος, -η, -ο
να έχουν βγαλθεί
να είναι βγαλμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βγάζε βγάζετε βγάζεστε
Aorist βγάλε βγάλτε βγαλθείτε
Part
iciple
Pres βγάζοντας
Perf έχοντας βγάλει, έχοντας βγαλμένο βγαλμένος, -η, -ο βγαλμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βγάλει βγαλθεί