ΒΕΒΑΙΩΝΩ
I affirm
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βεβαιώνω βεβαιώνουμε, βεβαιώνομε βεβαιώνομαι βεβαιωνόμαστε
βεβαιώνεις βεβαιώνετε βεβαιώνεσαι βεβαιώνεστε, βεβαιωνόσαστε
βεβαιώνει βεβαιώνουν(ε) βεβαιώνεται βεβαιώνονται
Imper
fect
βεβαίωνα βεβαιώναμε βεβαιωνόμουν(α) βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόμασταν
βεβαίωνες βεβαιώνατε βεβαιωνόσουν(α) βεβαιωνόσαστε, βεβαιωνόσασταν
βεβαίωνε βεβαίωναν, βεβαιώναν(ε) βεβαιωνόταν(ε) βεβαιώνονταν, βεβαιωνόντανε, βεβαιωνόντουσαν
Aorist βεβαίωσα βεβαιώσαμε βεβαιώθηκα βεβαιωθήκαμε
βεβαίωσες βεβαιώσατε βεβαιώθηκες βεβαιωθήκατε
βεβαίωσε βεβαίωσαν, βεβαιώσαν(ε) βεβαιώθηκε βεβαιώθηκαν, βεβαιωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω βεβαιώσει
έχω βεβαιωμένο
έχουμε βεβαιώσει
έχουμε βεβαιωμένο
έχω βεβαιωθεί
είμαι βεβαιωμένος, -η
έχουμε βεβαιωθεί
είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
έχεις βεβαιώσει
έχεις βεβαιωμένο
έχετε βεβαιώσει
έχετε βεβαιωμένο
έχεις βεβαιωθεί
είσαι βεβαιωμένος, -η
έχετε βεβαιωθεί
είστε βεβαιωμένοι, -ες
έχει βεβαιώσει
έχει βεβαιωμένο
έχουν βεβαιώσει
έχουν βεβαιωμένο
έχει βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
έχουν βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βεβαιώσει
είχα βεβαιωμένο
είχαμε βεβαιώσει
είχαμε βεβαιωμένο
είχα βεβαιωθεί
ήμουν βεβαιωμένος, -η
είχαμε βεβαιωθεί
ήμαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχες βεβαιώσει
είχες βεβαιωμένο
είχατε βεβαιώσει
είχατε βεβαιωμένο
είχες βεβαιωθεί
ήσουν βεβαιωμένος, -η
είχατε βεβαιωθεί
ήσαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχε βεβαιώσει
είχε βεβαιωμένο
είχαν βεβαιώσει
είχαν βεβαιωμένο
είχε βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένος, -η, -ο
είχαν βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βεβαιώνω θα βεβαιώνουμε, θα βεβαιώνομε θα βεβαιώνομαι θα βεβαιωνόμαστε
θα βεβαιώνεις θα βεβαιώνετε θα βεβαιώνεσαι θα βεβαιώνεστε, θα βεβαιωνόσαστε
θα βεβαιώνει θα βεβαιώνουν(ε) θα βεβαιώνεται θα βεβαιώνονται
Simp
Fut
θα βεβαιώσω θα βεβαιώσουμε, θα βεβαιώσομε θα βεβαιωθώ θα βεβαιωθούμε
θα βεβαιώσεις θα βεβαιώσετε θα βεβαιωθείς θα βεβαιωθείτε
θα βεβαιώσει θα βεβαιώσουν θα βεβαιωθεί θα βεβαιωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βεβαιώσει
θα έχω βεβαιωμένο
θα έχουμε βεβαιώσει
θα έχουμε βεβαιωμένο
θα έχω βεβαιωθεί
θα είμαι βεβαιωμένος, -η
θα έχουμε βεβαιωθεί
θα είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχεις βεβαιώσει
θα έχεις βεβαιωμένο
θα έχετε βεβαιώσει
θα έχετε βεβαιωμένο
θα έχεις βεβαιωθεί
θα είσαι βεβαιωμένος, -η
θα έχετε βεβαιωθεί
θα είστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχει βεβαιώσει
θα έχει βεβαιωμένο
θα έχουν βεβαιώσει
θα έχουν βεβαιωμένο
θα έχει βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
θα έχουν βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βεβαιώνω να βεβαιώνουμε, να βεβαιώνομε να βεβαιώνομαι να βεβαιωνόμαστε
να βεβαιώνεις να βεβαιώνετε να βεβαιώνεσαι να βεβαιώνεστε, να βεβαιωνόσαστε
να βεβαιώνει να βεβαιώνουν(ε) να βεβαιώνεται να βεβαιώνονται
Aorist να βεβαιώσω να βεβαιώσουμε, να βεβαιώσομε να βεβαιωθώ να βεβαιωθούμε
να βεβαιώσεις να βεβαιώσετε να βεβαιωθείς να βεβαιωθείτε
να βεβαιώσει να βεβαιώσουν(ε) να βεβαιωθεί να βεβαιωθούν(ε)
Perf να έχω βεβαιώσει
να έχω βεβαιωμένο
να έχουμε βεβαιώσει
να έχουμε βεβαιωμένο
να έχω βεβαιωθεί
να είμαι βεβαιωμένος, -η
να έχουμε βεβαιωθεί
να είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχεις βεβαιώσει
να έχεις βεβαιωμένο
να έχετε βεβαιώσει
να έχετε βεβαιωμένο
να έχεις βεβαιωθεί
να είσαι βεβαιωμένος, -η
να έχετε βεβαιωθεί
να είστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχει βεβαιώσει
να έχει βεβαιωμένο
να έχουν βεβαιώσει
να έχουν βεβαιωμένο
να έχει βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
να έχουν βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βεβαίωνε βεβαιώνετε βεβαιώνεστε
Aorist βεβαίωσε βεβαιώστε, βεβαιώσετε βεβαιώσου βεβαιωθείτε
Part
iciple
Pres βεβαιώνοντας
Perf έχοντας βεβαιώσει, έχοντας βεβαιωμένο βεβαιωμένος, -η, -ο βεβαιωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βεβαιώσει βεβαιωθεί