ΒΑΣΑΝΙΖΩ I torture |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βασανίζω | βασανίζουμε, βασανίζομε | βασανίζομαι | βασανιζόμαστε |
βασανίζεις | βασανίζετε | βασανίζεσαι | βασανίζεστε, βασανιζόσαστε | ||
βασανίζει | βασανίζουν(ε) | βασανίζεται | βασανίζονται | ||
Imper fect |
βασάνιζα | βασανίζαμε | βασανιζόμουν(α) | βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν | |
βασάνιζες | βασανίζατε | βασανιζόσουν(α) | βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν | ||
βασάνιζε | βασάνιζαν, βασανίζαν(ε) | βασανιζόταν(ε) | βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν | ||
Aorist | βασάνισα | βασανίσαμε | βασανίστηκα | βασανιστήκαμε | |
βασάνισες | βασανίσατε | βασανίστηκες | βασανιστήκατε | ||
βασάνισε | βασάνισαν, βασανίσαν(ε) | βασανίστηκε | βασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω βασανίσει έχω βασανισμένο |
έχουμε βασανίσει έχουμε βασανισμένο |
έχω βασανιστεί είμαι βασανισμένος, -η |
έχουμε βασανιστεί είμαστε βασανισμένοι, -ες |
|
έχεις βασανίσει έχεις βασανισμένο |
έχετε βασανίσει έχετε βασανισμένο |
έχεις βασανιστεί είσαι βασανισμένος, -η |
έχετε βασανιστεί είστε βασανισμένοι, -ες |
||
έχει βασανίσει έχει βασανισμένο |
έχουν βασανίσει έχουν βασανισμένο |
έχει βασανιστεί είναι βασανισμένος, -η, -ο |
έχουν βασανιστεί είναι βασανισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα βασανίσει είχα βασανισμένο |
είχαμε βασανίσει είχαμε βασανισμένο |
είχα βασανιστεί ήμουν βασανισμένος, -η |
είχαμε βασανιστεί ήμαστε βασανισμένοι, -ες |
|
είχες βασανίσει είχες βασανισμένο |
είχατε βασανίσει είχατε βασανισμένο |
είχες βασανιστεί ήσουν βασανισμένος, -η |
είχατε βασανιστεί ήσαστε βασανισμένοι, -ες |
||
είχε βασανίσει είχε βασανισμένο |
είχαν βασανίσει είχαν βασανισμένο |
είχε βασανιστεί ήταν βασανισμένος, -η, -ο |
είχαν βασανιστεί ήταν βασανισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα βασανίζω | θα βασανίζουμε, |
θα βασανίζομαι | θα βασανιζόμαστε | |
θα βασανίζεις | θα βασανίζετε | θα βασανίζεσαι | θα βασανίζεστε, |
||
θα βασανίζει | θα βασανίζουν(ε) | θα βασανίζεται | θα βασανίζονται | ||
Simp Fut |
θα βασανίσω | θα βασανίσουμε, |
θα βασανιστώ | θα βασανιστούμε | |
θα βασανίσεις | θα βασανίσετε | θα βασανιστείς | θα βασανιστείτε | ||
θα βασανίσει | θα βασανίσουν(ε) | θα βασανιστεί | θα βασανιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βασανίζω | να βασανίζουμε, |
να βασανίζομαι | να βασανιζόμαστε |
να βασανίζεις | να βασανίζετε | να βασανίζεσαι | να βασανίζεστε, |
||
να βασανίζει | να βασανίζουν(ε) | να βασανίζεται | να βασανίζονται | ||
Aorist | να βασανίσω | να βασανίσουμε, |
να βασανιστώ | να βασανιστούμε | |
να βασανίσεις | να βασανίσετε | να βασανιστείς | να βασανιστείτε | ||
να βασανίσει | να βασανίσουν(ε) | να βασανιστεί | να βασανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βασανίσει |
να έχουμε βασανίσει |
να έχω βασανιστεί |
να έχουμε βασανιστεί |
|
να έχεις βασανίσει |
να έχετε βασανίσει |
να έχεις βασανιστεί |
να έχετε βασανιστεί |
||
να έχει βασανίσει |
να έχουν βασανίσει |
να έχει βασανιστεί |
να έχουν βασανιστεί |
||
Imper ative |
Pres | βασάνιζε | βασανίζετε | βασανίζεστε | |
Aorist | βασάνισε | βασανίστε | βασανίσου | βασανιστείτε | |
Part iciple |
Pres | βασανίζοντας | βασανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένο | βασανισμένος, -η, -ο | βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βασανίσει | βασανιστεί |