ΒΑΦΩ
I paint
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βάφω βάφουμε, βάφομε βάφομαι βαφόμαστε
βάφεις βάφετε βάφεσαι βάφεστε, βαφόσαστε
βάφει βάφουν(ε) βάφεται βάφονται
Imper
fect
έβαφα βάφαμε βαφόμουν(α) βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφες βάφατε βαφόσουν(α) βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφε έβαφαν, βάφαν(ε) βαφόταν(ε) βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aorist έβαψα βάψαμε βάφτηκα, βάφηκα βαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψες βάψατε βάφτηκες, βάφηκες βαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψε έβαψαν, βάψαν(ε) βάφτηκε, βάφηκε βάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fect
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βάφω θα βάφουμε, θα βάφομε θα βάφομαι θα βαφόμαστε
θα βάφεις θα βάφετε θα βάφεσαι θα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφει θα βάφουν(ε) θα βάφεται θα βάφονται
Simp
Fut
θα βάψω θα βάψουμε, θα βάψομε θα βαφτώ, θα βαφώ θα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψεις θα βάψετε θα βαφτείς, θα βαφείς θα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψει θα βάψουν(ε) θα βαφτεί, θα βαφεί θα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βάφω να βάφουμε, να βάφομε να βάφομαι να βαφόμαστε
να βάφεις να βάφετε να βάφεσαι να βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφει να βάφουν(ε) να βάφεται να βάφονται
Aorist να βάψω να βάψουμε, να βάψομε να βαφτώ, να βαφώ να βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψεις να βάψετε να βαφτείς, να βαφείς να βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψει να βάψουν(ε) να βαφτεί, να βαφεί να βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perf να έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βάφε βάφετε βάφεστε
Aorist βάψε βάψτε, βάφτε βάψου βαψτείτε, βαφείτε
Part
iciple
Pres βάφοντας βαφόμενος
Perf έχοντας βάψει, έχοντας βαμμένο βαμμένος, -η, -ο βαμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βάψει βαφτεί, βαφεί