ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ
I am busy
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ασχολούμαι ασχολούμαστε
ασχολείσαι ασχολείστε
ασχολείται ασχολούνται
Imper
fect
ασχολούμουν ασχολούμαστε
ασχολούνταν, ασχολείτο ασχολούνταν, ασχολούντο
Aorist ασχολήθηκα ασχοληθήκαμε
ασχολήθηκες ασχοληθήκατε
ασχολήθηκε ασχολήθηκαν, ασχοληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω ασχοληθεί έχουμε ασχοληθεί
έχεις ασχοληθεί έχετε ασχοληθεί
έχει ασχοληθεί έχουν ασχοληθεί
Plu
perf
ect
είχα ασχοληθεί είχαμε ασχοληθεί
είχες ασχοληθεί είχατε ασχοληθεί
είχε ασχοληθεί είχαν ασχοληθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ασχολούμαι θα ασχολούμαστε
θα ασχολείσαι θα ασχολείστε
θα ασχολείται θα ασχολούνται
Simp
Fut
θα ασχοληθώ θα ασχοληθούμε
θα ασχοληθείς θα ασχοληθείτε
θα ασχοληθεί θα ασχοληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ασχοληθεί θα έχουμε ασχοληθεί
θα έχεις ασχοληθεί θα έχετε ασχοληθεί
θα έχει ασχοληθεί θα έχουν ασχοληθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ασχολούμαι να ασχολούμαστε
να ασχολείσαι να ασχολείστε
να ασχολείται να ασχολούνται
Aorist να ασχοληθώ να ασχοληθούμε
να ασχοληθείς να ασχοληθείτε
να ασχοληθεί να ασχοληθούν(ε)
Perf να έχω ασχοληθεί να έχουμε ασχοληθεί
να έχεις ασχοληθεί να έχετε ασχοληθεί
να έχει ασχοληθεί να έχουν ασχοληθεί
Imper
ative
Pres ασχολείστε
Aorist ασχολήσου ασχοληθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist ασχοληθεί