ΑΤΥΧΩ
I am unlucky
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ατυχώ ατυχούμε
ατυχείς ατυχείτε
ατυχεί ατυχούν(ε)
Imper
fect
ατυχούσα ατυχούσαμε
ατυχούσες ατυχούσατε
ατυχούσε ατυχούσαν(ε)
Aorist ατύχησα ατυχήσαμε
ατύχησες ατυχήσατε
ατύχησε άτυχησαν, ατυχήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ατυχήσει έχουμε ατυχήσει
έχεις ατυχήσει έχετε ατυχήσει
έχει ατυχήσει έχουν ατυχήσει
Plu
perf
ect
είχα ατυχήσει είχαμε ατυχήσει
είχες ατυχήσει είχατε ατυχήσει
είχε ατυχήσει είχαν ατυχήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ατυχώ θα ατυχούμε
θα ατυχείς θα ατυχείτε
θα ατυχεί θα ατυχούνε
Simp
Fut
θα ατυχήσω θα ατυχήσουμε
θα ατυχήσεις θα ατυχήσετε
θα ατυχήσει θα ατυχήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ατυχήσει θα έχουμε ατυχήσει
θα έχεις ατυχήσει θα έχετε ατυχήσει
θα έχει ατυχήσει θα έχουν ατυχήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ατυχώ να ατυχούμε
να ατυχείς να ατυχείτε
να ατυχεί να ατυχούν(ε)
Aorist να ατυχήσω να ατυχήσουμε
να ατυχήσομε
να ατυχήσεις να ατυχήσετε
να ατυχήσει να ατυχήσουν(ε)
Perf να έχω ατυχήσει να έχουμε ατυχήσει
να έχεις ατυχήσει να έχετε ατυχήσει
να έχει ατυχήσει να έχουν ατυχήσει
Imper
ative
Pres ατυχείτε
Aorist ατύχησε ατυχήστε, ατυχήσετε
Part
iciple
Pres ατυχώντας
Perf έχοντας ατυχήσει
Infin Aorist ατυχήσει