ΑΣΘΜΑΙΝΩ
I pant
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ασθμαίνω ασθμαίνουμε, ασθμαίνομε
ασθμαίνεις ασθμαίνετε
ασθμαίνει ασθμαίνουν(ε)
Imper
fect
άσθμαινα ασθμαίναμε
άσθμαινες ασθμαίνατε
άσθμαινε άσθμαιναν, ασθμαίναν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα ασθμαίνω θα ασθμαίνουμε, θα ασθμαίνομε
θα ασθμαίνεις θα ασθμαίνετε
θα ασθμαίνει θα ασθμαίνουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να ασθμαίνω να ασθμαίνουμε, να ασθμαίνομε
να ασθμαίνεις να ασθμαίνετε
να ασθμαίνει να ασθμαίνουν(ε)
Imper
ative
Pres άσθμαινε ασθμαίνετε
Part
iciple
Pres ασθμαίνοντας