ΑΠΟΤΥΧΑΙΝΩ
I fail
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αποτυχαίνω, αποτυγχάνω αποτυχαίνουμε, αποτυγχάνουμε
αποτυχαίνεις, αποτυγχάνεις αποτυχαίνετε, αποτυγχάνετε
αποτυχαίνει, αποτυγχάνει αποτυχαίνουν(ε), αποτυγχάνουν(ε)
Imper
fect
αποτύχαινα, αποτύγχανα αποτυχαίναμε, αποτυγχάναμε
αποτύχαινες, αποτύγχανες αποτυχαίνατε, αποτυγχάνατε
αποτύχαινε, αποτύγχανε αποτύχαιναν, αποτυχαίναν(ε), αποτυγχάναν
Aorist απέτυχα, απότυχα αποτύχαμε
απέτυχες, απότυχες αποτύχατε
απέτυχε, απότυχε απέτυχαν, αποτύχαν(ε)
Per
fect
έχω αποτύχει έχουμε αποτύχει
έχεις αποτύχει έχετε αποτύχει
έχει αποτύχει έχουν αποτύχει
Plu
per
fect
είχα αποτύχει είχαμε αποτύχει
είχες αποτύχει είχατε αποτύχει
είχε αποτύχει είχαν αποτύχει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αποτυχαίνω, θα αποτυγχάνω θα αποτυχαίνουμε, θα αποτυγχάνουμε
θα αποτυχαίνεις, θα αποτυγχάνεις θα αποτυχαίνετε, θα αποτυγχάνετε
θα αποτυχαίνει, θα αποτυγχάνει θα αποτυχαίνουν(ε), θα αποτυγχάνουν(ε)
Simp
Fut
θα αποτύχω θα αποτύχουμε
θα αποτύχεις θα αποτύχετε
θα αποτύχει θα αποτύχουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αποτύχει θα έχουμε αποτύχει
θα έχεις αποτύχει θα έχετε αποτύχει
θα έχει αποτύχει θα έχουν αποτύχει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αποτυχαίνω, να αποτυγχάνω να αποτυχαίνουμε, να αποτυγχάνουμε
να αποτυχαίνεις, να αποτυγχάνεις να αποτυχαίνετε, να αποτυγχάνετε
να αποτυχαίνει, να αποτυγχάνει να αποτυχαίνουν(ε), να αποτυγχάνουν(ε)
Aorist να αποτύχω να αποτύχουμε
να αποτύχεις να αποτύχετε
να αποτύχει να αποτύχουν(ε)
Perf να έχω αποτύχει να έχουμε αποτύχει
να έχεις αποτύχει να έχετε αποτύχει
να έχει αποτύχει να έχουν αποτύχει
Imper
ative
Pres αποτύχαινε, αποτύγχανε αποτυχαίνετε, αποτυγχάνετε
Aorist απέτυχε αποτύχετε
Part
iciple
Pres αποτυχαίνοντας/αποτυγχάνοντας
Perf έχοντας αποτύχει, αποτυχημένος
Infin Aorist αποτύχει