ΑΠΟΣΤΑΙΝΩ
I am tired
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αποσταίνω αποσταίνουμε, αποσταίνομε
αποσταίνεις αποσταίνετε
αποσταίνει αποσταίνουν(ε)
Imper
fect
απόσταινα αποσταίναμε
απόσταινες αποσταίνατε
απόσταινε απόσταιναν, αποσταίναν(ε)
Aorist απόστασα αποστάσαμε
απόστασες αποστάσατε
απόστασε απόστασαν, αποστάσαν(ε)
Per
fect
έχω αποστάσει έχουμε αποστάσει
έχεις αποστάσει έχετε αποστάσει
έχει αποστάσει έχουν αποστάσει
Plu
per
fect
είχα αποστάσει είχαμε αποστάσει
είχες αποστάσει είχατε αποστάσει
είχε αποστάσει είχαν αποστάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αποσταίνω θα αποσταίνουμε, θα αποσταίνομε
θα αποσταίνεις θα αποσταίνετε
θα αποσταίνει θα αποσταίνουν(ε)
Simp
Fut
θα αποστάσω θα αποστάσουμε, θα αποστάσομε
θα αποστάσεις θα αποστάσετε
θα αποστάσει θα αποστάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αποστάσει θα έχουμε αποστάσει
θα έχεις αποστάσει θα έχετε αποστάσει
θα έχει αποστάσει θα έχουν αποστάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αποσταίνω να αποσταίνουμε, να αποσταίνομε
να αποσταίνεις να αποσταίνετε
να αποσταίνει να αποσταίνουν(ε)
Aorist να αποστάσω να αποστάσουμε, να αποστάσομε
να αποστάσεις να αποστάσετε
να αποστάσει να αποστάσουν(ε)
Perf να έχω αποστάσει να έχουμε αποστάσει
να έχεις αποστάσει να έχετε αποστάσει
να έχει αποστάσει να έχουν αποστάσει
Imper
ative
Pres απόσταινε αποσταίνετε
Aorist απόστασε αποστάστε
Part
iciple
Pres αποσταίνοντας
Perf αποστασμένος αποστασμένοι
έχοντας αποστάσει
Infin Aorist αποστάσει