ΑΠΟΦΕΥΓΩ
I avoid
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αποφεύγω αποφεύγουμε, αποφεύγομε αποφεύγομαι αποφευγόμαστε
αποφεύγεις αποφεύγετε αποφεύγεσαι αποφεύγεστε, αποφευγόσαστε
αποφεύγει αποφεύγουν(ε) αποφεύγεται αποφεύγονται
Imper
fect
απέφευγα αποφεύγαμε αποφευγόμουν(α) αποφευγόμαστε
απέφευγες αποφεύγατε αποφευγόσουν(α) αποφευγόσαστε
απέφευγε απέφευγαν, αποφεύγαν(ε) αποφευγόταν(ε) αποφεύγονταν
Aorist απέφυγα, απόφυγα αποφύγσαμε αποφεύχθηκα αποφευχθήκαμε
απέφυγες, απόφυγες αποφύγσατε αποφεύχθηκες αποφευχθήκατε
απέφυγε, απόφυγε απέφυγαν, αποφύγαν(ε) αποφεύχθηκε αποφεύχθηκαν, αποφευχθήκαν(ε)
Per
fect
έχω αποφύγει έχουμε αποφύγει έχω αποφευχθεί έχουμε αποφευχθεί
έχεις αποφύγει έχετε αποφύγει έχεις αποφευχθεί έχετε αποφευχθεί
έχει αποφύγει έχουν αποφύγει έχει αποφευχθεί έχουν αποφευχθεί
Plu
per
fect
είχα αποφύγει είχαμε αποφύγει είχα αποφευχθεί είχαμε αποφευχθεί
είχες αποφύγει είχατε αποφύγει είχες αποφευχθεί είχατε αποφευχθεί
είχε αποφύγει είχαν αποφύγει είχε αποφευχθεί είχαν αποφευχθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αποφεύγω θα αποφεύγουμε, θα αποφεύγομε θα αποφεύγομαι θα απογευγόμαστε
θα αποφεύγεις θα αποφεύγετε θα αποφεύγεσαι θα αποφεύγεστε θα απογευγόσαστε
θα αποφεύγει θα αποφεύγουν(ε) θα αποφεύγεται θα αποφεύγονται
Simp
Fut
θα αποφύγω θα αποφύγουμε, θα αποφύγομε θα αποφευχθώ θα αποφευχθούμε
θα αποφύγεις θα αποφύγετε θα αποφευχθείς θα αποφευχθείτε
θα αποφύγει θα αποφύγουν(ε) θα αποφευχθεί θα αποφευχθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αποφύγει θα έχουμε αποφύγει θα έχω αποφευχθεί θα έχουμε αποφευχθεί
θα έχεις αποφύγει θα έχετε αποφύγει θα έχεις αποφευχθεί θα έχετε αποφευχθεί
θα έχει αποφύγει θα έχουν αποφύγει θα έχει αποφευχθεί θα έχουν αποφευχθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αποφεύγω να αποφεύγουμε, να αποφεύγομε να αποφεύγομαι να απογευγόμαστε
να αποφεύγεις να αποφεύγετε να αποφεύγεσαι να αποφεύγεστε, να απογευγόσαστε
να αποφεύγει να αποφεύγουν(ε) να αποφεύγεται να αποφεύγονται
Aorist να αποφύγω να αποφύγουμε, να αποφύγομε να αποφευχθώ να αποφευχθούμε
να αποφύγεις να αποφύγετε να αποφευχθείς να αποφευχθείτε
να αποφύγει να αποφύγουν(ε) να αποφευχθεί να αποφευχθούν(ε)
Perf να έχω αποφύγει να έχουμε αποφύγει να έχω αποφευχθεί να έχουμε αποφευχθεί
να έχεις αποφύγει να έχετε αποφύγει να έχεις αποφευχθεί να έχετε αποφευχθεί
να έχει αποφύγει να έχουν αποφύγει να έχει αποφευχθεί να έχουν αποφευχθεί
Imper
ative
Pres απόφευγε αποφεύγετε αποφεύγεστε
Aorist απόφυγε αποφύγετε, αποφύγατε αποφευχθείτε
Part
iciple
Pres αποφεύγοντας
Perf έχοντας αποφύγει
Infin Aorist αποφύγει αποφευχθεί