ΑΠΟΔΙΔΩ
I return
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αποδίδω αποδίδουμε, αποδίδομε αποδίδομαι αποδιδόμαστε
αποδίδεις αποδίδετε αποδίδεσαι αποδίδεστε, αποδιδόσαστε
αποδίδει αποδίδουν(ε) αποδίδεται αποδίδονται
Imper
fect
απέδιδα αποδίδαμε αποδιδόμουν(α) αποδιδόμαστε
απέδιδες αποδίδατε αποδιδόσουν(α) αποδιδόσαστε
απέδιδε απέδιδαν, αποδίδαν(ε) αποδιδόταν(ε) αποδίδονταν
Aorist απέδωσα, απόδωσα αποδώσαμε αποδόθηκα αποδοθήκαμε
απέδωσες, απόδωσες αποδώσατε αποδόθηκες αποδοθήκατε
απέδωσε, απόδωσε απέδωσαν, αποδώσαν(ε) αποδόθηκε αποδόθηκαν, αποδοθήκαν(ε)
Per
fect
έχω αποδώσει έχουμε αποδώσει έχω αποδοθεί
(είμαι αποδομένος, -η)
έχουμε αποδοθεί
(είμαστε αποδομένοι, -ες)
έχεις αποδώσει έχετε αποδώσει έχεις αποδοθεί
(είσαι αποδομένος, -η)
έχετε αποδοθεί
(είστε αποδομένοι, -ες)
έχει αποδώσει έχουν αποδώσει έχει αποδοθεί
(είναι αποδομένος, -η, -ο)
έχουν αποδοθεί
(είναι αποδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fect
είχα αποδώσει είχαμε αποδώσει είχα αποδοθεί
(ήμουν αποδομένος, -η)
είχαμε αποδοθεί
(ήμαστε αποδομένοι, -ες)
είχες αποδώσει είχατε αποδώσει είχες αποδοθεί
(ήσουν αποδομένος, -η)
είχατε αποδοθεί
(ήσαστε αποδομένοι, -ες)
είχε αποδώσει είχαν αποδώσει είχε αποδοθεί
(ήταν αποδομένος, -η, -ο)
είχαν αποδοθεί
(ήταν αποδομένοι, -ες, -α)
Fut
ure
Cont
inuous
θα αποδίδω θα αποδίδουμε, θα αποδίδομε θα αποδίδομαι θα αποδιδόμαστε
θα αποδίδεις θα αποδίδετε θα αποδίδεσαι θα αποδίδεστε, θα αποδιδόσαστε
θα αποδίδει θα αποδίδουν(ε) θα αποδίδεται θα αποδίδονται
Simp
Fut
θα αποδώσω θα αποδώσουμε, θα αποδώσομε θα αποδοθώ θα αποδοθούμε
θα αποδώσεις θα αποδώσετε θα αποδοθείς θα αποδοθείτε
θα αποδώσει θα αποδώσουν(ε) θα αποδοθεί θα αποδοθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αποδώσει θα έχουμε αποδώσει θα έχω αποδοθεί
(θα είμαι αποδομένος, -η)
θα έχουμε αποδοθεί
(θα είμαστε αποδομένοι, -ες)
θα έχεις αποδώσει θα έχετε αποδώσει θα έχεις αποδοθεί
(θα είσαι αποδομένος, -η)
θα έχετε αποδοθεί
(θα είστε αποδομένοι, -ες)
θα έχει αποδώσει θα έχουν αποδώσει θα έχει αποδοθεί
(θα είναι αποδομένος, -η, -ο)
θα έχουν αποδοθεί
(θα είναι αποδομένοι, -ες, -α)
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αποδίδω να αποδίδουμε, να αποδίδομε να αποδίδομαι να αποδιδόμαστε
να αποδίδεις να αποδίδετε να αποδίδεσαι να αποδίδεστε, να αποδιδόσαστε
να αποδίδει να αποδίδουν(ε) να αποδίδεται να αποδίδονται
Aorist να αποδώσω να αποδώσουμε, να αποδώσομε να αποδοθώ να αποδοθούμε
να αποδώσεις να αποδώσετε να αποδοθείς να αποδοθείτε
να αποδώσει να αποδώσουν(ε) να αποδοθεί να αποδοθούν(ε)
Perf να έχω αποδώσει να έχουμε αποδώσει να έχω αποδοθεί
(να είμαι αποδομένος, -η)
να έχουμε αποδοθεί
(να είμαστε αποδομένοι, -ες)
να έχεις αποδώσει να έχετε αποδώσει να έχεις αποδοθεί
(να είσαι αποδομένος, -η)
να έχετε αποδοθεί
(να είστε αποδομένοι, -ες)
να έχει αποδώσει να έχουν αποδώσει να έχει αποδοθεί
(να είναι αποδομένος, -η, -ο)
να έχουν αποδοθεί
(να είναι αποδομένοι, -ες, -α)
Imper
ative
Pres απόδιδε αποδίδετε αποδίδεστε
Aorist απόδωσε αποδώστε, αποδώσετε αποδώσου αποδοθείτε
Part
iciple
Pres αποδίδοντας αποδιδόμενος
Perf έχοντας αποδώσει αποδομένος, -η, -ο αποδομένοι, -ες, -α
Infin Aorist αποδώσει αποδοθεί