ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ
I loathe
Active/Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απεχθάνομαι απεχθανόμαστε
απεχθάνεσαι απεχθάνεστε, απεχθανόσαστε
απεχθάνεται απεχθάνονται
Imper
fect
απεχθανόμουν(α) απεχθανόμαστε, απεχθανόμασταν
απεχθανόσουν(α) απεχθανόσαστε, απεχθανόσασταν
απεχθανόταν(ε) απεχθάνονταν, απεχθανόντανε, απεχθανόντουσαν
Fut
ure
Cont
inuous
θα απεχθάνομαι θα απεχθανόμαστε
θα απεχθάνεσαι θα απεχθάνεστε, θα απεχθανόσαστε
θα απεχθάνεται θα απεχθάνονται
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να απεχθάνομαι να απεχθανόμαστε
να απεχθάνεσαι να απεχθάνεστε, να απεχθανόσαστε
να απεχθάνεται να απεχθάνονται
Imper
ative
Pres απεχθάνεστε
Part
iciple
Pres απεχθανόμενος