ΑΠΑΛΛΑΣΣΩ I exempt |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απαλλάσσω |
απαλλάσσουμε, απαλλάσσομε |
απαλλάσσομαι |
απαλλασσόμαστε |
απαλλάσσεις |
απαλλάσσετε |
απαλλάσσεσαι |
απαλλάσσεστε, απαλλασσόσαστε |
απαλλάσσει |
απαλλάσσουν(ε) |
απαλλάσσεται |
απαλλάσσονται |
Imper fect |
απάλλασσα |
απαλλάσσαμε |
απαλλασσόμουν(α) |
απαλλασσόμαστε, απαλλασσόμασταν |
απάλλασσες |
απαλλάσσατε |
απαλλασσόσουν(α) |
απαλλασσόσαστε, απαλλασσόσασταν |
απάλλασσε |
απάλλασσαν, απαλλάσσαν(ε) |
απαλλασσόταν(ε) |
απαλλάσσονταν, απαλλασσόντανε, απαλλασσόντουσαν |
Aorist |
απάλλαξα |
απαλλάξαμε |
απαλλάχθηκα, απαλλάχτηκα |
απαλλαχθήκαμε, απαλλαχτήκαμε |
απάλλαξες |
απαλλάξατε |
απαλλάχθηκες, απαλλάχτηκες |
απαλλαχθήκατε, απαλλαχτήκατε |
απάλλαξε |
απάλλαξαν, απαλλάξαν(ε) |
απαλλάχθηκε, απαλλάχτηκε |
απαλλάχθηκαν, απαλλαχθήκαν(ε)
απαλλάχτηκαν, απαλλαχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω απαλλάξει
έχω απαλλαγμένο |
έχουμε απαλλάξει
έχουμε απαλλαγμένο |
έχω απαλλαχθεί
έχω απαλλαχτεί
έχω απαλλαγεί
είμαι απαλλαγμένος, -η |
έχουμε απαλλαχθεί
έχουμε απαλλαχτεί
έχουμε απαλλαγεί
είμαστε απαλλαγμένοι, -ες |
έχεις απαλλάξει
έχεις απαλλαγμένο |
έχετε απαλλάξει
έχετε απαλλαγμένο |
έχεις απαλλαχθεί
έχεις απαλλαχτεί
έχεις απαλλαγεί
είσαι απαλλαγμένος, -η |
έχετε απαλλαχθεί
έχετε απαλλαχτεί
έχετε απαλλαγεί
είστε απαλλαγμένοι, -ες |
έχει απαλλάξει
έχει απαλλαγμένο |
έχουν απαλλάξει
έχουν απαλλαγμένο |
έχει απαλλαχθεί
έχει απαλλαχτεί
έχει απαλλαγεί
είναι απαλλαγμένος, -η, -ο |
έχουν απαλλαχθεί
έχουν απαλλαχτεί
έχουν απαλλαγεί
είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα απαλλάξει
είχα απαλλαγμένο |
είχαμε απαλλάξει
είχαμε απαλλαγμένο |
είχα απαλλαχθεί
είχα απαλλαχτεί
είχα απαλλαγεί
ήμουν απαλλαγμένος, -η |
είχαμε απαλλαχθεί
είχαμε απαλλαχτεί
είχαμε απαλλαγεί
ήμαστε απαλλαγμένοι, -ες |
είχες απαλλάξει
είχες απαλλαγμένο |
είχατε απαλλάξει
είχατε απαλλαγμένο |
είχες απαλλαχθεί
είχες απαλλαχτεί
είχες απαλλαγεί
ήσουν απαλλαγμένος, -η |
είχατε απαλλαχθεί
είχατε απαλλαχτεί
είχατε απαλλαγεί
ήσαστε απαλλαγμένοι, -ες |
είχε απαλλάξει
είχε απαλλαγμένο |
είχαν απαλλάξει
είχαν απαλλαγμένο |
είχε απαλλαχθεί
είχε απαλλατεί
είχε απαλλαγεί
ήταν απαλλαγμένος, -η, -ο |
είχαν απαλλαχθεί
είχαν απαλλαχτεί
είχαν απαλλαγεί
ήταν απαλλαγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απαλλάσσω |
θα απαλλάσσουμε, θα απαλλάσσομε |
θα απαλλάσσομαι |
θα απαλλασσόμαστε |
θα απαλλάσσεις |
θα απαλλάσσετε |
θα απαλλάσσεσαι |
θα απαλλάσσεστε, θα απαλλασσόσαστε |
θα απαλλάσσει |
θα απαλλάσσουν(ε) |
θα απαλλάσσεται |
θα απαλλάσσονται |
Simp Fut |
θα απαλλάξω |
θα απαλλάξουμε, θα απαλλάξομε |
θα απαλλαχθώ
θα απαλλαχτώ
θα απαλλαγώ |
θα απαλλαχθούμε
θα απαλλαχτούμε
θα απαλλαγούμε |
θα απαλλάξεις |
θα απαλλάξετε |
θα απαλλαχθείς
θα απαλλαχτείς
θα απαλλαγείς |
θα απαλλαχθείτε
θα απαλλαχτείτε
θα απαλλαγείτε |
θα απαλλάξει |
θα απαλλάξουν(ε) |
θα απαλλαχθεί
θα απαλλαχτεί
θα απαλλαγεί |
θα απαλλαχθούν(ε)
θα απαλλαχτούν(ε)
θα απαλλαγούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απαλλάξει
θα έχω απαλλαγμένο |
θα έχουμε απαλλάξει
θα έχουμε απαλλαγμένο |
θα έχω απαλλαχθεί
θα έχω απαλλαχτεί
θα έχω απαλλαγεί
θα είμαι απαλλαγμένος, -η |
θα έχουμε απαλλαχθεί
θα έχουμε απαλλαχτεί
θα έχουμε απαλλαγεί
θα είμαστε απαλλαγμένοι, -ες |
θα έχεις απαλλάξει
θα έχεις απαλλαγμένο |
θα έχετε απαλλάξει
θα έχετε απαλλαγμένο |
θα έχεις απαλλαχθεί
θα έχεις απαλλαχτεί
θα έχεις απαλλαγεί
θα είσαι απαλλαγμένος, -η |
θα έχετε απαλλαχθεί
θα έχετε απαλλαχτεί
θα έχετε απαλλαγεί
θα είστε απαλλαγμένοι, -ες |
θα έχει απαλλάξει
θα έχει απαλλαγμένο |
θα έχουν απαλλάξει
θα έχουν απαλλαγμένο |
θα έχει απαλλαχθεί
θα έχει απαλλαχτεί
θα έχει απαλλαγεί
θα είναι απαλλαγμένος, -η, -ο |
θα έχουν απαλλαχθεί
θα έχουν απαλλαχτεί
θα έχουν απαλλαγεί
θα είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απαλλάσσω |
να απαλλάσσουμε, να απαλλάσσομε |
να απαλλάσσομαι |
να απαλλασσόμαστε |
να απαλλάσσεις |
να απαλλάσσετε |
να απαλλάσσεσαι |
να απαλλάσσεστε, να απαλλασσόσαστε |
να απαλλάσσει |
να απαλλάσσουν(ε) |
να απαλλάσσεται |
να απαλλάσσονται |
Aorist |
να απαλλάξω |
να απαλλάξουμε, να απαλλάξομε |
να απαλλαχθώ
να απαλλαχτώ
να απαλλαγώ |
να απαλλαχθούμε
να απαλλαχτούμε
να απαλλαγούμε |
να απαλλάξεις |
να απαλλάξετε |
να απαλλαχθείς
να απαλλαχτείς
να απαλλαγείς |
να απαλλαχθείτε
να απαλλαχτείτε
να απαλλαγείτε |
να απαλλάξει |
να απαλλάξουν(ε) |
να απαλλαχθεί
να απαλλαχτεί
να απαλλαγεί |
να απαλλαχθούν(ε)
να απαλλαχτούν(ε)
να απαλλαγούν(ε) |
Perf |
να έχω απαλλάξει
να έχω απαλλαγμένο |
να έχουμε απαλλάξει
να έχουμε απαλλαγμένο |
να έχω απαλλαχθεί
να έχω απαλλαχτεί
να έχω απαλλαγεί
να είμαι απαλλαγμένος, -η |
να έχουμε απαλλαχθεί
να έχουμε απαλλαχτεί
να έχουμε απαλλαγεί
να είμαστε απαλλαγμένοι, -ες |
να έχεις απαλλάξει
να έχεις απαλλαγμένο |
να έχετε απαλλάξει
να έχετε απαλλαγμένο |
να έχεις απαλλαχθεί
να έχεις απαλλαχτεί
να έχεις απαλλαγεί
να είσαι απαλλαγμένος, -η |
να έχετε απαλλαχθεί
να έχετε απαλλαχτεί
να έχετε απαλλαγεί
να είστε απαλλαγμένοι, -ες |
να έχει απαλλάξει
να έχει απαλλαγμένο |
να έχουν απαλλάξει
να έχουν απαλλαγμένο |
να έχει απαλλαχθεί
να έχει απαλλαχτεί
να έχει απαλλαγεί
να είναι απαλλαγμένος, -η, -ο |
να έχουν απαλλαχθεί
να έχουν απαλλαχτεί
να έχουν απαλλαγεί
να είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απάλλασσε |
απαλλάσσετε |
|
απαλλάσσεστε |
Aorist |
απάλλαξε |
απαλλάξτε, απαλλάξετε |
απαλλάξου |
απαλλαχθείτε, απαλλαχτείτε, απαλλαγείτε |
Part iciple |
Pres |
απαλλάσσοντας |
απαλλασσόμενος |
Perf |
έχοντας απαλλάξει, έχοντας απαλλαγμένο |
απαλλαγμένος, -η, -ο |
απαλλαγμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
απαλλάξει |
απαλλαχθεί, απαλλαχτεί |