ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ I forbid |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απαγορεύω |
απαγορεύουμε, απαγορεύομε |
απαγορεύομαι |
απαγορευόμαστε |
απαγορεύεις |
απαγορεύετε |
απαγορεύεσαι |
απαγορεύεστε, απαγορευόσαστε |
απαγορεύει |
απαγορεύουν(ε) |
απαγορεύεται |
απαγορεύονται |
Imper fect |
απαγόρευα |
απαγορεύαμε |
απαγορευόμουν(α) |
απαγορευόμαστε |
απαγόρευες |
απαγορεύατε |
απαγορευόσουν(α) |
απαγορευόσαστε |
απαγόρευε |
απαγόρευαν, απαγορεύαν(ε) |
απαγορευόταν(ε) |
απαγορεύονταν |
Aorist |
απαγόρευσα, απαγόρεψα |
απαγορεύσαμε, απαγορέψαμε |
απαγορεύτηκα, απαγορεύθηκα |
απαγορευτήκαμε, απαγορευθήκαμε |
απαγόρευσες, απαγόρεψες |
απαγορεύσατε, απαγορέψατε |
απαγορεύτηκες, απαγορεύθηκες |
απαγορευτήκατε, απαγορευθήκατε |
απαγόρευσε, απαγόρεψε |
απαγόρευσαν, απαγορεύσαν(ε)
απαγόρεψαν, απαγορέψαν(ε) |
απαγορεύτηκε, απαγορεύθηκε |
απαγορεύτηκαν, απαγορευτήκαν(ε)
απαγορεύθηκαν, απαγορευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω απαγορεύσει
έχω απαγορέψει
έχω απαγορευμένο |
έχουμε απαγορεύσει
έχουμε απαγορέψει
έχουμε απαγορευμένο |
έχω απαγορευτεί
έχω απαγορευθεί
είμαι απαγορευμένος, -η |
έχουμε απαγορευτεί
έχουμε απαγορευθεί
είμαστε απαγορευμένοι, -ες |
έχεις απαγορεύσει
έχεις απαγορέψει
έχεις απαγορευμένο |
έχετε απαγορεύσει
έχετε απαγορέψει
έχετε απαγορευμένο |
έχεις απαγορευτεί
έχεις απαγορευθεί
είσαι απαγορευμένος, -η |
έχετε απαγορευτεί
έχετε απαγορευθεί
είστε απαγορευμένοι, -ες |
έχει απαγορεύσει
έχει απαγορέψει
έχει απαγορευμένο |
έχουν απαγορεύσει
έχουν απαγορέψει
έχουν απαγορευμένο |
έχει απαγορευτεί
έχει απαγορευθεί
είναι απαγορευμένος, -η, -ο |
έχουν απαγορευτεί
έχουν απαγορευθεί
είναι απαγορευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα απαγορεύσει
είχα απαγορέψει
είχα απαγορευμένο |
είχαμε απαγορεύσει
είχαμε απαγορέψει
είχαμε απαγορευμένο |
είχα απαγορευτεί
είχα απαγορευθεί
ήμουν απαγορευμένος, -η |
είχαμε απαγορευτεί
είχαμε απαγορευθεί
ήμαστε απαγορευμένοι, -ες |
είχες απαγορεύσει
είχες απαγορέψει
είχες απαγορευμένο |
είχατε απαγορεύσει
είχατε απαγορέψει
είχατε απαγορευμένο |
είχες απαγορευτεί
είχες απαγορευθεί
ήσουν απαγορευμένος, -η |
είχατε απαγορευτεί
είχατε απαγορευθεί
ήσαστε απαγορευμένοι, -ες |
είχε απαγορεύσει
είχε απαγορέψει
είχε απαγορευμένο |
είχαν απαγορεύσει
είχαν απαγορέψει
είχαν απαγορευμένο |
είχε απαγορευτεί
είχε απαγορευθεί
ήταν απαγορευμένος, -η, -ο |
είχαν απαγορευτεί
είχαν απαγορευθεί
ήταν απαγορευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απαγορεύω |
θα απαγορεύουμε, θα απαγορεύομε |
θα απαγορεύομαι |
θα απαγορευόμαστε |
θα απαγορεύεις |
θα απαγορεύετε |
θα απαγορεύεσαι |
θα απαγορεύεστε, θα απαγορευόσαστε |
θα απαγορεύει |
θα απαγορεύουν(ε) |
θα απαγορεύεται |
θα απαγορεύονται |
Simp Fut |
θα απαγορεύσω, θα απαγορέψω |
θα απαγορεύσουμε, θα απαγορεύσομε
θα απαγορέψουμε, θα απαγορέψομε |
θα απαγορευτώ, θα απαγορευθώ |
θα απαγορευτούμε, θα απαγορευθούμε |
θα απαγορεύσεις, θα απαγορέψεις |
θα απαγορεύσετε, θα απαγορέψετε |
θα απαγορευτείς, θα απαγορευθείς |
θα απαγορευτείτε, θα απαγορευθείτε |
θα απαγορεύσει, θα απαγορέψει |
θα απαγορεύσουν(ε), θα απαγορέψουν(ε) |
θα απαγορευτεί, θα απαγορευθεί |
θα απαγορευτούν(ε), θα απαγορευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απαγορεύσει
θα έχω απαγορέψει
θα έχω απαγορευμένο |
θα έχουμε απαγορεύσει
θα έχουμε απαγορέψει
θα έχουμε απαγορευμένο |
θα έχω απαγορευτεί
θα έχω απαγορευθεί
θα είμαι απαγορευμένος, -η |
θα έχουμε απαγορευτεί
θα έχουμε απαγορευθεί
θα είμαστε απαγορευμένοι, -ες |
θα έχεις απαγορεύσει
θα έχεις απαγορέψει
θα έχεις απαγορευμένο |
θα έχετε απαγορεύσει
θα έχετε απαγορέψει
θα έχετε απαγορευμένο |
θα έχεις απαγορευτεί
θα έχεις απαγορευθεί
θα είσαι απαγορευμένος, -η |
θα έχετε απαγορευτεί
θα έχετε απαγορευθεί
θα είστε απαγορευμένοι, -ες |
θα έχει απαγορεύσει
θα έχει απαγορέψει
θα έχει απαγορευμένο |
θα έχουν απαγορεύσει
θα έχουν απαγορέψει
θα έχουν απαγορευμένο |
θα έχει απαγορευτεί
θα έχει απαγορευθεί
θα είναι απαγορευμένος, -η, -ο |
θα έχουν απαγορευτεί
θα έχουν απαγορευθεί
θα είναι απαγορευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απαγορεύω |
να απαγορεύουμε, να απαγορεύομε |
να απαγορεύομαι |
να απαγορευόμαστε |
να απαγορεύεις |
να απαγορεύετε |
να απαγορεύεσαι |
να απαγορεύεστε, να απαγορευόσαστε |
να απαγορεύει |
να απαγορεύουν(ε) |
να απαγορεύεται |
να απαγορεύονται |
Aorist |
να απαγορεύσω, να απαγορέψω |
να απαγορεύσουμε, να απαγορεύσομε
να απαγορέψουμε, να απαγορέψομε |
να απαγορευτώ, να απαγορευθώ |
να απαγορευτούμε, να απαγορευθούμε |
να απαγορεύσεις, να απαγορέψεις |
να απαγορεύσετε, να απαγορέψετε |
να απαγορευτείς, να απαγορευθείς |
να απαγορευτείτε, να απαγορευθείτε |
να απαγορεύσει, να απαγορέψει |
να απαγορεύσουν(ε), να απαγορέψουν(ε) |
να απαγορευτεί, να απαγορευθεί |
να απαγορευτούν(ε), να απαγορευθούν(ε) |
Perf |
να έχω απαγορεύσει
να έχω απαγορέψει
να έχω απαγορευμένο |
να έχουμε απαγορεύσει
να έχουμε απαγορέψει
να έχουμε απαγορευμένο |
να έχω απαγορευτεί
να έχω απαγορευθεί
να είμαι απαγορευμένος, -η |
να έχουμε απαγορευτεί
να έχουμε απαγορευθεί
να είμαστε απαγορευμένοι, -ες |
να έχεις απαγορεύσει
να έχεις απαγορέψει
να έχεις απαγορευμένο |
να έχετε απαγορεύσει
να έχετε απαγορέψει
να έχετε απαγορευμένο |
να έχεις απαγορευτεί
να έχεις απαγορευθεί
να είσαι απαγορευμένος, -η |
να έχετε απαγορευτεί
να έχετε απαγορευθεί
να είστε απαγορευμένοι, -ες |
να έχει απαγορεύσει
να έχει απαγορέψει
να έχει απαγορευμένο |
να έχουν απαγορεύσει
να έχουν απαγορέψει
να έχουν απαγορευμένο |
να έχει απαγορευτεί
να έχει απαγορευθεί
να είναι απαγορευμένος, -η, -ο |
να έχουν απαγορευτεί
να έχουν απαγορευθεί
να είναι απαγορευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απαγόρευε |
απαγορεύετε |
|
απαγορεύεστε |
Aorist |
απαγόρευσε, απαγόρεψε |
απαγορεύστε, απαγορεύσετε
απαγορέψτε, απαγορέψετε |
απαγορεύσου |
απαγορευτείτε, απαγορευθείτε |
Part iciple |
Pres |
απαγορεύοντας |
απαγορευόμενος |
Perf |
έχοντας απαγορεύσει, έχοντας απαγορέψει
έχοντας απαγορευμένο |
απαγορευμένος, -η, -ο |
απαγορευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
απαγορεύσει, απαγορέψει |
απαγορευτεί, απαγορευθεί |