ΑΝΤΙΔΡΩ
I react
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αντιδρώ, αντιδράω αντιδρούμε, αντιδράμε
αντιδράς αντιδράτε
αντιδρά, αντιδράει αντιδρούν(ε), αντιδράν(ε)
Imper
fect
αντιδρούσα αντιδρούσαμε
αντιδρούσες αντιδρούσατε
αντιδρούσε αντιδρούσαν(ε)
Aorist αντέδρασα αντιδράσαμε
αντέδρασες αντιδράσατε
αντέδρασε αντέδρασαν, αντιδράσανε
Perf
ect
έχω αντιδράσει έχουμε αντιδράσει
έχεις αντιδράσει έχετε αντιδράσει
έχει αντιδράσει έχουν αντιδράσει
Plu
perf
ect
είχα αντιδράσει είχαμε αντιδράσει
είχες αντιδράσει είχατε αντιδράσει
είχε αντιδράσει είχαν αντιδράσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αντιδρώ, θα αντιδράω θα αντιδρούμε, θα αντιδράμε
θα αντιδράς θα αντιδράτε
θα αντιδρά, θα αντιδράει θα αντιδρούν(ε), θα αντιδράν(ε)
Simp
Fut
θα αντιδράσω θα αντιδράσουμε, θα αντιδράσομε
θα αντιδράσεις θα αντιδράσετε
θα αντιδράσει θα αντιδράσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αντιδράσει θα έχουμε αντιδράσει
θα έχεις αντιδράσει θα έχετε αντιδράσει
θα έχει αντιδράσει θα έχουν αντιδράσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αντιδρώ, να αντιδράω να αντιδρούμε, να αντιδράμε
να αντιδράς να αντιδράτε
να αντιδρά, να αντιδράει να αντιδρούν(ε), να αντιδράν(ε)
Aorist να αντιδράσω να αντιδράσουμε, να αντιδράσομε
να αντιδράσεις να αντιδράσετε
να αντιδράσει να αντιδράσουν(ε)
Perf να έχω αντιδράσει να έχουμε αντιδράσει
να έχεις αντιδράσει να έχετε αντιδράσει
να έχει αντιδράσει να έχουν αντιδράσει
Imper
ative
Pres αντιδράτε
Aorist αντέδρασε αντιδράστε, αντιδράσετε
Part
iciple
Pres αντιδρώντας
Perf έχοντας αντιδράσει
Infin Aorist αντιδράσει