ΑΝΘΙΖΩ
I bloom
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανθίζω ανθίζουμε, ανθίζομε
ανθίζεις ανθίζετε
ανθίζει ανθίζουν(ε)
Imper
fect
άνθιζα ανθίζαμε
άνθιζες ανθίζατε
άνθιζε άνθιζαν, ανθίζαν(ε)
Aorist άνθισα ανθίσαμε
άνθισες ανθίσατε
άνθισε άνθισαν, ανθίσαν(ε)
Per
fect
έχω ανθίσει έχουμε ανθίσει
έχεις ανθίσει έχετε ανθίσει
έχει ανθίσει έχουν ανθίσει
Plu
per
fect
είχα ανθίσει είχαμε ανθίσει
είχες ανθίσει είχατε ανθίσει
είχε ανθίσει είχαν ανθίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανθίζω θα ανθίζουμε, θα ανθίζομε
θα ανθίζεις θα ανθίζετε
θα ανθίζει θα ανθίζουν(ε)
Simp
Fut
θα ανθίσω θα ανθίσουμε, θα ανθίζομε
θα ανθίσεις θα ανθίσετε
θα ανθίσει θα ανθίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ανθίσει θα έχουμε ανθίσει
θα έχεις ανθίσει θα έχετε ανθίσει
θα έχει ανθίσει θα έχουν ανθίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ανθίζω να ανθίζουμε, να ανθίζομε
να ανθίζεις να ανθίζετε
να ανθίζει να ανθίζουν(ε)
Aorist να ανθίσω να ανθίσουμε, να ανθίσομε
να ανθίσεις να ανθίσετε
να ανθίσει να ανθίσουν(ε)
Perf να έχω ανθίσει να έχουμε ανθίσει
να έχεις ανθίσει να έχετε ανθίσει
να έχει ανθίσει να έχουν ανθίσει
Imper
ative
Pres άνθιζε ανθίζετε
Aorist άνθισε ανθίστε
Part
iciple
Pres ανθίζοντας
Perf έχοντας ανθίσει
ανθισμένος
Infin Aorist ανθίσει