ΑΝΘΙΣΤΑΜΑΙ
I resist
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανθίσταμαι ανθιστάμεθα
ανθίστασαι ανθίστασθε
ανθίσταται ανθίστανται
Imper
fect
ανθιστάμην ανθιστάμεθα
ανθίστασο ανθίστασθε
ανθίστατο ανθίσταντο
Aorist αντιστάθηκα, αντέστην αντισταθήκαμε
αντιστάθηκες, αντέστης αντισταθήκαμε
αντιστάθηκε, αντέστη αντιστάθηκαν, αντισταθήναν(ε), αντέστησαν
Perf
ect
έχω αντισταθεί έχουμε αντισταθεί
έχεις αντισταθεί έχετε αντισταθεί
έχει αντισταθεί έχουν αντισταθεί
Plu
perf
ect
είχα αντισταθεί είχαμε αντισταθεί
είχες αντισταθεί είχατε αντισταθεί
είχε αντισταθεί είχαν αντισταθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανθίσταμαι θα ανθιστάμεθα
θα ανθίστασαι θα ανθίστασθε
θα ανθίσταται θα ανθίστανται
Simp
Fut
θα αντισταθώ θα αντισταθούμε
θα αντισταθείς θα αντισταθείτε
θα αντισταθεί θα αντισταθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αντισταθεί θα έχουμε αντισταθεί
θα έχεις αντισταθεί θα έχετε αντισταθεί
θα έχει αντισταθεί θα έχουν αντισταθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρίσταμαι να παριστάμεθα
να παρίστασαι να παρίστασθε
να παρίσταται να παρίστανται
Aorist να αντισταθώ να αντισταθούμε
να αντισταθείς να αντισταθείτε
να αντισταθεί να αντισταθούν(ε)
Perf να έχω αντισταθεί να έχουμε αντισταθεί
να έχεις αντισταθεί να έχετε αντισταθεί
να έχει αντισταθεί να έχουν αντισταθεί
Imper
ative
Pres αντιστάσθε
Aorist αντισταθήσου αντισταθείτε
Part
iciple
Pres αντιστάμενος
Perf
Infin Aorist αντισταθεί