ΑΝΤΕΧΩ
I endure
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αντέχω αντέχουμε, αντέχομε
αντέχεις αντέχετε
αντέχει αντέχουν(ε)
Imper
fect
άντεχα αντέχαμε
άντεχες αντέχατε
άντεχε άντεχαν, αντέχαν(ε)
Aorist άντεξα αντέξαμε
άντεξες αντέξατε
άντεξε άντεξαν, αντέξαν(ε)
Per
fect
έχω αντέξει έχουμε αντέξει
έχεις αντέξει έχετε αντέξει
έχει αντέξει έχουν αντέξει
Plu
per
fect
είχα αντέξει είχαμε αντέξει
είχες αντέξει είχατε αντέξει
είχε αντέξει είχαν αντέξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αντέχω θα αντέχουμε, θα αντέχομε
θα αντέχεις θα αντέχετε
θα αντέχει θα αντέχουν(ε)
Simp
Fut
θα αντέξω θα αντέξουμε, θα αντέξομε
θα αντέξεις θα αντέξετε
θα αντέξει θα αντέξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αντέξει θα έχουμε αντέξει
θα έχεις αντέξει θα έχετε αντέξει
θα έχει αντέξει θα έχουν αντέξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αντέχω να αντέχουμε, να αντέχομε
να αντέχεις να αντέχετε
να αντέχει να αντέχουν(ε)
Aorist να αντέξω να αντέξουμε, να αντέξομε
να αντέξεις να αντέξετε
να αντέξει να αντέξουν(ε)
Perf να έχω αντέξει να έχουμε αντέξει
να έχεις αντέξει να έχετε αντέξει
να έχει αντέξει να έχουν αντέξει
Imper
ative
Pres άντεχε αντέχετε
Aorist άντεξε αντέξτε, αντέξετε
Part
iciple
Pres αντέχοντας
Perf έχοντας αντέξει
Infin Aorist αντέξει