ΑΝΤΑΜΕΙΒΩ
I reward
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ανταμείβω ανταμείβουμε, ανταμείβομε ανταμείβομαι ανταμειβόμαστε
ανταμείβεις ανταμείβετε ανταμείβεσαι ανταμείβεστε, ανταμειβόσαστε
ανταμείβει ανταμείβουν(ε) ανταμείβεται ανταμείβονται
Imper
fect
αντάμειβα ανταμείβαμε ανταμειβόμουν(α) ανταμειβόμαστε, ανταμειβόμασταν
αντάμειβες ανταμείβατε ανταμειβόσουν(α) ανταμειβόσαστε, ανταμειβόσασταν
αντάμειβε αντάμειβαν, ανταμείβαν(ε) ανταμειβόταν(ε) ανταμείβονταν, ανταμειβόντανε, ανταμειβόντουσαν
Aorist αντάμειψα ανταμείψαμε ανταμείφτηκα, ανταμείφθηκα ανταμειφτήκαμε, ανταμειφθήκαμε
αντάμειψες ανταμείψατε ανταμείφτηκες, ανταμείφθηκες ανταμειφτήκατε, ανταμειφθήκατε
αντάμειψε αντάμειψαν, ανταμείψαν(ε) ανταμείφτηκε, ανταμείφθηκε ανταμείφτηκαν, ανταμειφτήκαν(ε), ανταμείφθηκαν, ανταμειφθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ανταμείψει έχουμε ανταμείψει έχω ανταμειφτεί
έχω ανταμειφθεί
έχουμε ανταμειφτεί
έχουμε ανταμειφθεί
έχεις ανταμείψει έχετε ανταμείψει έχεις ανταμειφτεί
έχεις ανταμειφθεί
έχετε ανταμειφτεί
έχετε ανταμειφθεί
έχει ανταμείψει έχουν ανταμείψει έχει ανταμειφτεί
έχει ανταμειφθεί
έχουν ανταμειφτεί
έχουν ανταμειφθεί
Plu
per
fect
είχα ανταμείψει είχαμε ανταμείψει είχα ανταμειφτεί
είχα ανταμειφθεί
είχαμε ανταμειφτεί
είχαμε ανταμειφθεί
είχες ανταμείψει είχατε ανταμείψει είχες ανταμειφτεί
είχες ανταμειφθεί
είχατε ανταμειφτεί
είχατε ανταμειφθεί
είχε ανταμείψει είχαν ανταμείψει είχε ανταμειφτεί
είχε ανταμειφθεί
είχαν ανταμειφτεί
είχαν ανταμειφθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ανταμείβω θα ανταμείβουμε, θα ανταμείβομε θα ανταμείβομαι θα ανταμειβόμαστε
θα ανταμείβεις θα ανταμείβετε θα ανταμείβεσαι θα ανταμείβεστε, θα ανταμειβόσαστε
θα ανταμείβει θα ανταμείβουν(ε) θα ανταμείβεται θα ανταμείβονται
Simp
Fut
θα ανταμείψω θα ανταμείψουμε, θα ανταμείψομε θα ανταμειφτώ θα ανταμειφτούμε
θα ανταμείψεις θα ανταμείψετε θα ανταμειφτείς θα ανταμειφτείτε
θα ανταμείψει θα ανταμείψουν(ε) θα ανταμειφτεί θα ανταμειφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ανταμείψει θα έχουμε ανταμείψει θα έχω ανταμειφτεί θα έχουμε ανταμειφτεί
θα έχεις ανταμείψει θα έχετε ανταμείψει θα έχεις ανταμειφτεί θα έχετε ανταμειφτεί
θα έχει ανταμείψει θα έχουν ανταμείψει θα έχει ανταμειφτεί θα έχουν ανταμειφτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ανταμείβω να ανταμείβουμε, να ανταμείβομε να ανταμείβομαι να ανταμειβόμαστε
να ανταμείβεις να ανταμείβετε να ανταμείβεσαι να ανταμείβεστε, να ανταμειβόσαστε
να ανταμείβει να ανταμείβουν(ε) να ανταμείβεται να ανταμείβονται
Aorist να ανταμείψω να ανταμείψουμε, να ανταμείψομε να ανταμειφτώ να ανταμειφτούμε
να ανταμείψεις να ανταμείψετε να ανταμειφτείς να ανταμειφτείτε
να ανταμείψει να ανταμείψουν(ε) να ανταμειφτεί να ανταμειφτούν(ε)
Perf να έχω ανταμείψει να έχουμε ανταμείψει να έχω ανταμειφτεί να έχουμε ανταμειφτεί
να έχεις ανταμείψει να έχετε ανταμείψει να έχεις ανταμειφτεί να έχετε ανταμειφτεί
να έχει ανταμείψει να έχουν ανταμείψει να έχει ανταμειφτεί να έχουν ανταμειφτεί
Imper
ative
Pres ανταμείβε ανταμείβετε ανταμείβεστε
Aorist αντάμειψε ανταμείψτε, ανταμείφτε ανταμείψου ανταμειφτείτε
Part
iciple
Pres ανταμείβοντας
Perf έχοντας ανταμείψει
Infin Aorist ανταμείψει ανταμειφτεί