ΑΝΑΘΕΤΩ I offer |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναθέτω | αναθέτουμε, αναθέτομε | ανατίθεμαι | ανατιθέμεθα |
αναθέτεις | αναθέτετε | ανατίθεσαι | ανατίθεσθε | ||
αναθέτει | αναθέτουν(ε) | ανατίθεται | ανατίθενται | ||
Imper fect |
ανέθετα, ανάθετα | αναθέταμε | |||
ανέθετες, ανάθετες | αναθέτατε | ||||
ανέθετε, ανάθετε | ανέθεταν, ανάθεταν, αναθέταν(ε) | ανετίθετο | ανετίθεντο | ||
Aorist | ανέθεσα, ανάθεσα | αναθέσαμε | ανατέθηκα | ανατεθήκαμε | |
ανέθεσες, ανάθεσες | αναθέσατε | ανατέθηκες | ανατεθήκατε | ||
ανέθεσε, ανάθεσε | ανέθεσαν, ανάθεσαν, αναθέσαν(ε) | ανατέθηκε | ανατέθηκαν, ανατεθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αναθέσει | έχουμε αναθέσει | έχω ανατεθεί είμαι ανατεθειμένος, -η |
έχουμε ανατεθεί είμαστε ανατεθειμένοι, -ες |
|
έχεις αναθέσει | έχετε αναθέσει | έχεις ανατεθεί είσαι ανατεθειμένος, -η |
έχετε ανατεθεί είστε ανατεθειμένοι, -ες |
||
έχει αναθέσει | έχουν αναθέσει | έχει ανατεθεί είναι ανατεθειμένος, -η, -ο |
έχουν ανατεθεί είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αναθέσει | είχαμε αναθέσει | είχα ανατεθεί ήμουν ανατεθειμένος, -η |
είχαμε ανατεθεί ήμαστε ανατεθειμένοι, -ες |
|
είχες αναθέσει | είχατε αναθέσει | είχες ανατεθεί ήσουν ανατεθειμένος, -η |
είχατε ανατεθεί ήσαστε ανατεθειμένοι, -ες |
||
είχε αναθέσει | είχαν αναθέσει | είχε ανατεθεί ήταν ανατεθειμένος, -η, -ο |
είχαν ανατεθεί ήταν ανατεθειμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αναθέτω | θα αναθέτουμε, θα αναθέτομε | θα ανατίθεμαι | θα ανατιθέμεθα | |
θα αναθέτεις | θα αναθέτετε | θα ανατίθεσαι | θα ανατίθεσθε | ||
θα αναθέτει | θα αναθέτουν(ε) | θα ανατίθεται | θα ανατίθενται | ||
Simp Fut |
θα αναθέσω | θα αναθέσουμε, θα αναθέσομε | θα ανατεθώ | θα ανατεθούμε | |
θα αναθέσεις | θα αναθέσετε | θα ανατεθείς | θα ανατεθείτε | ||
θα αναθέσει | θα αναθέσουν(ε) | θα ανατεθεί | θα ανατεθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναθέσει | θα έχουμε αναθέσει | θα έχω ανατεθεί θα είμαι ανατεθειμένος, -η |
θα έχουμε ανατεθεί θα είμαστε ανατεθειμένοι, -ες |
|
θα έχεις αναθέσει | θα έχετε αναθέσει | θα έχεις ανατεθεί θα είσαι ανατεθειμένος, -η |
θα έχετε ανατεθεί θα είστε ανατεθειμένοι, -ες |
||
θα έχει αναθέσει | θα έχουν αναθέσει | θα έχει ανατεθεί θα είναι ανατεθειμένος, -η, -ο |
θα έχουν ανατεθεί θα είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναθέτω | να αναθέτουμε, να αναθέτομε | να ανατίθεμαι | να ανατιθέμεθα |
να αναθέτεις | να αναθέτετε | να ανατίθεσαι | να ανατίθεσθε | ||
να αναθέτει | να αναθέτουν(ε) | να ανατίθεται | να ανατίθενται | ||
Aorist | να αναθέσω | να αναθέσουμε, να αναθέσομε | να ανατεθώ | να ανατεθούμε | |
να αναθέσεις | να αναθέσετε | να ανατεθείς | να ανατεθείτε | ||
να αναθέσει | να αναθέσουν(ε) | να ανατεθεί | να ανατεθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναθέσει | να έχουμε αναθέσει | να έχω ανατεθεί να είμαι ανατεθειμένος, -η |
να έχουμε ανατεθεί να είμαστε ανατεθειμένοι, -ες |
|
να έχεις αναθέσει | να έχετε αναθέσει | να έχεις ανατεθεί να είσαι ανατεθειμένος, -η |
να έχετε ανατεθεί να είστε ανατεθειμένοι, -ες |
||
να έχει αναθέσει | να έχουν αναθέσει | να έχει ανατεθεί να είναι ανατεθειμένος, -η, -ο |
να έχουν ανατεθεί να είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | ανάθετε | αναθέτετε | ανατίθεσθε | |
Aorist | ανέθεσε | αναθέσετε, αναθέστε | αναθέσου | ανατεθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναθέτοντας | |||
Perf | έχοντας αναθέσει | ανατεθειμένος, -η, -ο | ανατεθειμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναθέσει | ανατεθεί |