ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΩ
I sigh
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αναστενάζω αναστενάζουμε, αναστενάζομε
αναστενάζεις αναστενάζετε
αναστενάζει αναστενάζουν(ε)
Imper
fect
αναστέναζα αναστενάζαμε
αναστέναζες αναστενάζατε
αναστέναζε αναστέναζαν, αναστενάζαν(ε)
Aorist αναστέναξα αναστενάξαμε
αναστέναξες αναστενάξατε
αναστέναξε αναστέναξαν, αναστενάξαν(ε)
Per
fect
έχω αναστενάξει έχουμε αναστενάξει
έχεις αναστενάξει έχετε αναστενάξει
έχει αναστενάξει έχουν αναστενάξει
Plu
per
fect
είχα αναστενάξει είχαμε αναστενάξει
είχες αναστενάξει είχατε αναστενάξει
είχε αναστενάξει είχαν αναστενάξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αναστενάζω θα αναστενάζουμε, θα αναστενάζομε
θα αναστενάζεις θα αναστενάζετε
θα αναστενάζει θα αναστενάζουν(ε)
Simp
Fut
θα αναστενάξω θα αναστενάξουμε, θα αναστενάξομε
θα αναστενάξεις θα αναστενάξετε
θα αναστενάξει θα αναστενάξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αναστενάξει θα έχουμε αναστενάξει
θα έχεις αναστενάξει θα έχετε αναστενάξει
θα έχει αναστενάξει θα έχουν αναστενάξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αναστενάζω να αναστενάζουμε, να αναστενάζομε
να αναστενάζεις να αναστενάζετε
να αναστενάζει να αναστενάζουν(ε)
Aorist να αναστενάξω να αναστενάξουμε, να αναστενάξομε
να αναστενάξεις να αναστενάξετε
να αναστενάξει να αναστενάξουν(ε)
Perf να έχω αναστενάξει να έχουμε αναστενάξει
να έχεις αναστενάξει να έχετε αναστενάξει
να έχει αναστενάξει να έχουν αναστενάξει
Imper
ative
Pres αναστέναζε αναστενάζετε
Aorist αναστέναξε αναστενάξτε, αναστενάχτε
Part
iciple
Pres αναστενάζοντας
Perf έχοντας αναστενάξει
Infin Aorist αναστενάξει