ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΩ I disrupt |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναστατώνω | αναστατώνουμε, αναστατώνομε | αναστατώνομαι | αναστατωνόμαστε |
αναστατώνεις | αναστατώνετε | αναστατώνεσαι | αναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε | ||
αναστατώνει | αναστατώνουν(ε) | αναστατώνεται | αναστατώνονται | ||
Imper fect |
αναστάτωνα | αναστατώναμε | αναστατωνόμουν(α) | αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν | |
αναστάτωνες | αναστατώνατε | αναστατωνόσουν(α) | αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν | ||
αναστάτωνε | αναστάτωναν, αναστατώναν(ε) | αναστατωνόταν(ε) | αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν | ||
Aorist | αναστάτωσα | αναστατώσαμε | αναστατώθηκα | αναστατωθήκαμε | |
αναστάτωσες | αναστατώσατε | αναστατώθηκες | αναστατωθήκατε | ||
αναστάτωσε | αναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε) | αναστατώθηκε | αναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αναστατώσει έχω αναστατωμένο |
έχουμε αναστατώσει έχουμε αναστατωμένο |
έχω αναστατωθεί είμαι αναστατωμένος, -η |
έχουμε αναστατωθεί είμαστε αναστατωμένοι, -ες |
|
έχεις αναστατώσει έχεις αναστατωμένο |
έχετε αναστατώσει έχετε αναστατωμένο |
έχεις αναστατωθεί είσαι αναστατωμένος, -η |
έχετε αναστατωθεί είστε αναστατωμένοι, -ες |
||
έχει αναστατώσει έχει αναστατωμένο |
έχουν αναστατώσει έχουν αναστατωμένο |
έχει αναστατωθεί είναι αναστατωμένος, -η, -ο |
έχουν αναστατωθεί είναι αναστατωμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αναστατώσει είχα αναστατωμένο |
είχαμε αναστατώσει είχαμε αναστατωμένο |
είχα αναστατωθεί ήμουν αναστατωμένος, -η |
είχαμε αναστατωθεί ήμαστε αναστατωμένοι, -ες |
|
είχες αναστατώσει είχες αναστατωμένο |
είχατε αναστατώσει είχατε αναστατωμένο |
είχες αναστατωθεί ήσουν αναστατωμένος, -η |
είχατε αναστατωθεί ήσαστε αναστατωμένοι, -ες |
||
είχε αναστατώσει είχε αναστατωμένο |
είχαν αναστατώσει είχαν αναστατωμένο |
είχε αναστατωθεί ήταν αναστατωμένος, -η, -ο |
είχαν αναστατωθεί ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αναστατώνω | θα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομε | θα αναστατώνομαι | θα αναστατωνόμαστε | |
θα αναστατώνεις | θα αναστατώνετε | θα αναστατώνεσαι | θα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε | ||
θα αναστατώνει | θα αναστατώνουν(ε) | θα αναστατώνεται | θα αναστατώνονται | ||
Simp Fut |
θα αναστατώσω | θα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομε | θα αναστατωθώ | θα αναστατωθούμε | |
θα αναστατώσεις | θα αναστατώσετε | θα αναστατωθείς | θα αναστατωθείτε | ||
θα αναστατώσει | θα αναστατώσουν | θα αναστατωθεί | θα αναστατωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναστατώσει θα έχω αναστατωμένο |
θα έχουμε αναστατώσει θα έχουμε αναστατωμένο |
θα έχω αναστατωθεί θα είμαι αναστατωμένος, -η |
θα έχουμε αναστατωθεί θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες |
|
θα έχεις αναστατώσει θα έχεις αναστατωμένο |
θα έχετε αναστατώσει θα έχετε αναστατωμένο |
θα έχεις αναστατωθεί θα είσαι αναστατωμένος, -η |
θα έχετε αναστατωθεί θα είστε αναστατωμένοι, -ες |
||
θα έχει αναστατώσει θα έχει αναστατωμένο |
θα έχουν αναστατώσει θα έχουν αναστατωμένο |
θα έχει αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο |
θα έχουν αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναστατώνω | να αναστατώνουμε, να αναστατώνομε | να αναστατώνομαι | να αναστατωνόμαστε |
να αναστατώνεις | να αναστατώνετε | να αναστατώνεσαι | να αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε | ||
να αναστατώνει | να αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνεται | να αναστατώνονται | ||
Aorist | να αναστατώσω | να αναστατώσουμε, να αναστατώσομε | να αναστατωθώ | να αναστατωθούμε | |
να αναστατώσεις | να αναστατώσετε | να αναστατωθείς | να αναστατωθείτε | ||
να αναστατώσει | να αναστατώσουν(ε) | να αναστατωθεί | να αναστατωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστατώσει να έχω αναστατωμένο |
να έχουμε αναστατώσει να έχουμε αναστατωμένο |
να έχω αναστατωθεί να είμαι αναστατωμένος, -η |
να έχουμε αναστατωθεί να είμαστε αναστατωμένοι, -ες |
|
να έχεις αναστατώσει να έχεις αναστατωμένο |
να έχετε αναστατώσει να έχετε αναστατωμένο |
να έχεις αναστατωθεί να είσαι αναστατωμένος, -η |
να έχετε αναστατωθεί να είστε αναστατωμένοι, -ες |
||
να έχει αναστατώσει να έχει αναστατωμένο |
να έχουν αναστατώσει να έχουν αναστατωμένο |
να έχει αναστατωθεί να είναι αναστατωμένος, -η, -ο |
να έχουν αναστατωθεί να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | αναστάτωνε | αναστατώνετε | αναστατώνεστε | |
Aorist | αναστάτωσε | αναστατώσετε, αναστατώστε | αναστατώσου | αναστατωθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναστατώνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένο | αναστατωμένος, -η, -ο | αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστατώσει | αναστατωθεί |