ΑΝΑΠΝΕΩ
I breathe
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αναπνέω αναπνέουμε, αναπνέομε
αναπνέεις αναπνέετε
αναπνέει αναπνέουν(ε)
Imper
fect
ανέπνεα, ανάπνεα αναπνέαμε
ανέπνεες, ανάπνεες αναπνέατε
ανέπνεε, ανάπνεε ανέπνεαν, ανάπνεαν, αναπνέαν(ε)
Aorist ανέπνευσα, ανάπνευσα αναπνεύσαμε
ανέπνευσες, ανάπνευσες αναπνεύσατε
ανέπνευσε, ανάπνευσε ανέπνευσαν, ανάπνευσαν, αναπνεύσαν(ε)
Per
fect
έχω αναπνεύσει έχουμε αναπνεύσει
έχεις αναπνεύσει έχετε αναπνεύσει
έχει αναπνεύσει έχουν αναπνεύσει
Plu
per
fect
είχα αναπνεύσει είχαμε αναπνεύσει
είχες αναπνεύσει είχατε αναπνεύσει
είχε αναπνεύσει είχαν αναπνεύσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αναπνέω θα αναπνέουμε, θα αναπνέομε
θα αναπνέεις θα αναπνέετε
θα αναπνέει θα αναπνέουν(ε)
Simp
Fut
θα αναπνεύσω θα αναπνεύσουμε, θα αναπνεύσομε
θα αναπνεύσεις θα αναπνεύσετε
θα αναπνεύσει θα αναπνεύσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αναπνεύσει θα έχουμε αναπνεύσει
θα έχεις αναπνεύσει θα έχετε αναπνεύσει
θα έχει αναπνεύσει θα έχουν αναπνεύσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αναπνέω να αναπνέουμε, να αναπνέομε
να αναπνέεις να αναπνέετε
να αναπνέει να αναπνέουν(ε)
Aorist να αναπνεύσω να αναπνεύσουμε, να αναπνεύσομε
να αναπνεύσεις να αναπνεύσετε
να αναπνεύσει να αναπνεύσουν(ε)
Perf να έχω αναπνεύσει να έχουμε αναπνεύσει
να έχεις αναπνεύσει να έχετε αναπνεύσει
να έχει αναπνεύσει να έχουν αναπνεύσει
Imper
ative
Pres ανάπνεε αναπνέετε
Aorist ανάπνευσε αναπνεύσετε, αναπνεύστε
Part
iciple
Pres αναπνέοντας
Perf έχοντας αναπνεύσει
Infin Aorist αναπνεύσει