ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΑΝΩ I portray |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναπαριστάνω, αναπαριστώ | αναπαριστάνουμε, αναπαριστάνομε | αναπαριστάνομαι | αναπαριστανόμαστε |
αναπαριστάνεις | αναπαριστάνετε | αναπαριστάνεσαι | αναπαριστάνεστε | ||
αναπαριστάνει | αναπαριστάνουν(ε) | αναπαριστάνεται | αναπαριστάνονται | ||
Imper fect |
αναπαρέστανα | αναπαριστάναμε | αναπαριστανόμουν(α) | αναπαριστανόμαστε | |
αναπαρέστανες | αναπαριστάνατε | αναπαριστανόσουν(α) | αναπαριστανόσαστε | ||
αναπαρέστανε | αναπαρέσταναν, αναπαριστάναν(ε) | αναπαριστανόταν(ε) | αναπαριστάνονταν | ||
Aorist | αναπαρέστησα | αναπαραστάσαμε | αναπαραστάθηκα | αναπαρασταθήκαμε | |
αναπαρέστησες | αναπαραστάσατε | αναπαραστάθηκες | αναπαρασταθήκατε | ||
αναπαρέστησε | αναπαρέστησαν, αναπαραστάσαν(ε) | αναπαραστάθηκε | αναπαραστάθηκαν, αναπαρασταθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αναπαραστάσει | έχουμε αναπαραστάσει | έχω αναπαρασταθεί | έχουμε αναπαρασταθεί | |
έχεις αναπαραστάσει | έχετε αναπαραστάσει | έχεις αναπαρασταθεί | έχετε αναπαρασταθεί | ||
έχει αναπαραστάσει | έχουν αναπαραστάσει | έχει αναπαρασταθεί | έχουν αναπαρασταθεί | ||
Plu per fect |
είχα αναπαραστάσει | είχαμε αναπαραστάσει | είχα αναπαρασταθεί | είχαμε αναπαρασταθεί | |
είχες αναπαραστάσει | είχατε αναπαραστάσει | είχες αναπαρασταθεί | είχατε αναπαρασταθεί | ||
είχε αναπαραστάσει | είχαν αναπαραστάσει | είχε αναπαρασταθεί | είχαν αναπαρασταθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα αναπαριστάνω | θα αναπαριστάνουμε, θα αναπαριστάνομε | θα αναπαριστάνομαι | θα αναπαριστανόμαστε | |
θα αναπαριστάνεις | θα αναπαριστάνετε | θα αναπαριστάνεσαι | θα αναπαριστάνεστε, θα αναπαριστανόσαστε | ||
θα αναπαριστάνει | θα αναπαριστάνουν(ε) | θα αναπαριστάνεται | θα αναπαριστάνονται | ||
Simp Fut |
θα αναπαραστάσω | θα αναπαραστάσουμε, θα αναπαραστάσομε | θα αναπαρασταθώ | θα αναπαρασταθούμε | |
θα αναπαραστάσεις | θα αναπαραστάσετε | θα αναπαρασταθείς | θα αναπαρασταθείτε | ||
θα αναπαραστάσει | θα αναπαραστάσουν(ε) | θα αναπαρασταθεί | θα αναπαρασταθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναπαραστάσει | θα έχουμε αναπαραστάσει | θα έχω αναπαρασταθεί | θα έχουμε αναπαρασταθεί | |
θα έχεις αναπαραστάσει | θα έχετε αναπαραστάσει | θα έχεις αναπαρασταθεί | θα έχετε αναπαρασταθεί | ||
θα έχει αναπαραστάσει | θα έχουν αναπαραστάσει | θα έχει αναπαρασταθεί | θα έχουν αναπαρασταθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναπαριστάνω | να αναπαριστάνουμε, να αναπαριστάνομε | να αναπαριστάνομαι | να αναπαριστανόμαστε |
να αναπαριστάνεις | να αναπαριστάνετε | να αναπαριστάνεσαι | να αναπαριστάνεστε, να αναπαριστανόσαστε | ||
να αναπαριστάνει | να αναπαριστάνουν(ε) | να αναπαριστάνεται | να αναπαριστάνονται | ||
Aorist | να αναπαραστάσω | να αναπαραστάσουμε, να αναπαραστάσομε | να αναπαρασταθώ | να αναπαρασταθούμε | |
να αναπαραστάσεις | να αναπαραστάσετε | να αναπαρασταθείς | να αναπαρασταθείτε | ||
να αναπαραστάσει | να αναπαραστάσουν(ε) | να αναπαρασταθεί | να αναπαρασταθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναπαραστάσει | να έχουμε αναπαραστάσει | να έχω αναπαρασταθεί | να έχουμε αναπαρασταθεί | |
να έχεις αναπαραστάσει | να έχετε αναπαραστάσει | να έχεις αναπαρασταθεί | να έχετε αναπαρασταθεί | ||
να έχει αναπαραστάσει | να έχουν αναπαραστάσει | να έχει αναπαρασταθεί | να έχουν αναπαρασταθεί | ||
Imper ative |
Pres | αναπαρέστανε | αναπαριστάνετε | αναπαριστάνεστε | |
Aorist | αναπαρέστησε | αναπαραστάστε | αναπαραστάσου | αναπαρασταθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναπαριστάνοντας | αναπαριστανόμενος | ||
Perf | έχοντας αναπαραστάσει | αναπαραστημένος, -η, -ο | αναπαραστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναπαραστάσει | αναπαρασταθεί |