ΑΝΑΛΥΩ I analyse |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναλύω →ψυχ- | αναλύουμε, αναλύομε | αναλύομαι | αναλυόμαστε |
αναλύεις | αναλύετε | αναλύεσαι | αναλύεστε, αναλυόσαστε | ||
αναλύει | αναλύουν(ε) | αναλύεται | αναλύονται | ||
Imper fect |
ανέλυα | αναλύαμε | αναλυόμουν(α) | αναλυόμαστε | |
ανέλυες | αναλύατε | αναλυόσουν(α) | αναλυόσαστε | ||
ανέλυε | ανέλυαν, αναλύαν(ε) | αναλυόταν(ε) | αναλύονταν | ||
Aorist | ανέλυσα, ανάλυσα | αναλύσαμε | αναλύθηκα | αναλυθήκαμε | |
ανέλυσες, ανάλυσες | αναλύσατε | αναλύθηκες | αναλυθήκατε | ||
ανέλυσε, ανάλυσε | ανέλυσαν, αναλύσαν(ε) | αναλύθηκε | αναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αναλύσει έχω αναλυμένο |
έχουμε αναλύσει έχουμε αναλυμένο |
έχω αναλυθεί είμαι αναλυμένος, -η |
έχουμε αναλυθεί είμαστε αναλυμένοι, -ες |
|
έχεις αναλύσει έχεις αναλυμένο |
έχετε αναλύσει έχετε αναλυμένο |
έχεις αναλυθεί είσαι αναλυμένος, -η |
έχετε αναλυθεί είστε αναλυμένοι, -ες |
||
έχει αναλύσει έχει αναλυμένο |
έχουν αναλύσει έχουν αναλυμένο |
έχει αναλυθεί είναι αναλυμένος, -η, -ο |
έχουν αναλυθεί είναι αναλυμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αναλύσει είχα αναλυμένο |
είχαμε αναλύσει είχαμε αναλυμένο |
είχα αναλυθεί ήμουν αναλυμένος, -η |
είχαμε αναλυθεί ήμαστε αναλυμένοι, -ες |
|
είχες αναλύσει είχες αναλυμένο |
είχατε αναλύσει είχατε αναλυμένο |
είχες αναλυθεί ήσουν αναλυμένος, -η |
είχατε αναλυθεί ήσαστε αναλυμένοι, -ες |
||
είχε αναλύσει είχε αναλυμένο |
είχαν αναλύσει είχαν αναλυμένο |
είχε αναλυθεί ήταν αναλυμένος, -η, -ο |
είχαν αναλυθεί ήταν αναλυμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αναλύω | θα αναλύουμε, θα αναλύομε | θα αναλύομαι | θα αναλυόμαστε | |
θα αναλύεις | θα αναλύετε | θα αναλύεσαι | θα αναλύεστε θα αναλυόσαστε | ||
θα αναλύει | θα αναλύουν(ε) | θα αναλύεται | θα αναλύονται | ||
Simp Fut |
θα αναλύσω | θα αναλύσουμε, θα αναλύσομε | θα αναλυθώ | θα αναλυθούμε | |
θα αναλύσεις | θα αναλύσετε | θα αναλυθείς | θα αναλυθείτε | ||
θα αναλύσει | θα αναλύσουν(ε) | θα αναλυθεί | θα αναλυθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναλύσει θα έχω αναλυμένο |
θα έχουμε αναλύσει θα έχουμε αναλυμένο |
θα έχω αναλυθεί θα είμαι αναλυμένος, -η |
θα έχουμε αναλυθεί θα είμαστε αναλυμένοι, -ες |
|
θα έχεις αναλύσει θα έχεις αναλυμένο |
θα έχετε αναλύσει θα έχετε αναλυμένο |
θα έχεις αναλυθεί θα είσαι αναλυμένος, -η |
θα έχετε αναλυθεί θα είστε αναλυμένοι, -ες |
||
θα έχει αναλύσει θα έχει αναλυμένο |
θα έχουν αναλύσει θα έχουν αναλυμένο |
θα έχει αναλυθεί θα είναι αναλυμένος, -η, -ο |
θα έχουν αναλυθεί θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναλύω | να αναλύουμε, να αναλύομε | να αναλύομαι | να αναλυόμαστε |
να αναλύεις | να αναλύετε | να αναλύεσαι | να αναλύεστε, να αναλυόσαστε | ||
να αναλύει | να αναλύουν(ε) | να αναλύεται | να αναλύονται | ||
Aorist | να αναλύσω | να αναλύσουμε, να αναλύσομε | να αναλυθώ | να αναλυθούμε | |
να αναλύσεις | να αναλύσετε | να αναλυθείς | να αναλυθείτε | ||
να αναλύσει | να αναλύσουν(ε) | να αναλυθεί | να αναλυθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναλύσει να έχω αναλυμένο |
να έχουμε αναλύσει να έχουμε αναλυμένο |
να έχω αναλυθεί να είμαι αναλυμένος, -η |
να έχουμε αναλυθεί να είμαστε αναλυμένοι, -ες |
|
να έχεις αναλύσει να έχεις αναλυμένο |
να έχετε αναλύσει να έχετε αναλυμένο |
να έχεις αναλυθεί να είσαι αναλυμένος, -η |
να έχετε αναλυθεί να είστε αναλυμένοι, -ες |
||
να έχει αναλύσει να έχει αναλυμένο |
να έχουν αναλύσει να έχουν αναλυμένο |
να έχει αναλυθεί να είναι αναλυμένος, -η, -ο |
να έχουν αναλυθεί να είναι αναλυμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | ανάλυε | αναλύετε | αναλύεστε | |
Aorist | ανάλυσε | αναλύσετε, αναλύστε | αναλύσου | αναλυθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναλύοντας | |||
Perf | έχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένο | αναλυμένος, -η, -ο | αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναλύσει | αναλυθεί |