| ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ I undertake |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναλαμβάνω | αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνομε | αναλαμβάνομαι | αναλαμβανόμαστε |
| αναλαμβάνεις | αναλαμβάνετε | αναλαμβάνεσαι | αναλαμβάνεστε, αναλαμβανόσαστε | ||
| αναλαμβάνει | αναλαμβάνουν(ε) | αναλαμβάνεται | αναλαμβάνονται | ||
| Imper fect |
αναλάμβανα | αναλαμβάναμε | αναλαμβανόμουν(α) | αναλαμβανόμαστε | |
| αναλάμβανες | αναλαμβάνατε | αναλαμβανόσουν(α) | αναλαμβανόσαστε | ||
| αναλάμβανε | αναλάμβαναν, αναλαμβάναν(ε) | αναλαμβανόταν(ε) | αναλαμβάνονταν | ||
| Aorist | ανέλαβα, ανάλαβα | αναλάβαμε | αναλήφθηκα | αναληφθήκαμε | |
| ανέλαβες, ανάλαβες | αναλάβατε | αναλήφθηκες | αναληφθήανε | ||
| ανέλαβε, ανάλαβε | ανέλαβαν,ανάλαβαν, αναλάβαν(ε) | αναλήφθηκε, ανελήφθη | αναλήφθηκαν, ανελήφθησαν | ||
| Per fect |
έχω αναλάβει | έχουμε αναλάβει | έχω αναληφθεί είμαι ανειλημμένος, -η |
έχουμε αναληφθεί είμαστε ανειλημμένοι, -ες |
|
| έχεις αναλάβει | έχετε αναλάβει | έχεις αναληφθεί είσαι ανειλημμένος, -η |
έχετε αναληφθεί είστε ανειλημμένοι, -ες |
||
| έχει αναλάβει | έχουν αναλάβει | έχει αναληφθεί είναι ανειλημμένος, -η, -ο |
έχουν αναληφθεί είναι ανειλημμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα αναλάβει | είχαμε αναλάβει | είχα αναληφθεί ήμουν ανειλημμένος, -η |
είχαμε αναληφθεί ήμαστε ανειλημμένοι, -ες |
|
| είχες αναλάβει | είχατε αναλάβει | είχες αναληφθεί ήσουν ανειλημμένος, -η |
είχατε αναληφθεί ήσαστε ανειλημμένοι, -ες |
||
| είχε αναλάβει | είχαν αναλάβει | είχε αναληφθεί ήταν ανειλημμένος, -η, -ο |
είχαν αναληφθεί ήταν ανειλημμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα αναλαμβάνω | θα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνομε | θα αναλαμβάνομαι | θα αναλαμβανόμαστε | |
| θα αναλαμβάνεις | θα αναλαμβάνετε | θα αναλαμβάνεσαι | θα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβανόσαστε | ||
| θα αναλαμβάνει | θα αναλαμβάνουν(ε) | θα αναλαμβάνεται | θα αναλαμβάνονται | ||
| Simp Fut |
θα αναλάβω | θα αναλάβουμε, θα αναλάβομε | θα αναληφθώ | θα αναληφθούμε | |
| θα αναλάβεις | θα αναλάβετε | θα αναληφθείς | θα αναληφθείτε | ||
| θα αναλάβει | θα αναλάβουν(ε) | θα αναληφθεί | θα αναληφθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω αναλάβει | θα έχουμε αναλάβει | θα έχω αναληφθεί θα είμαι ανειλημμένος, -η |
θα έχουμε αναληφθεί θα είμαστε ανειλημμένοι, -ες |
|
| θα έχεις αναλάβει | θα έχετε αναλάβει | θα έχεις αναληφθεί θα είσαι ανειλημμένος, -η |
θα έχετε αναληφθεί θα είστε ανειλημμένοι, -ες |
||
| θα έχει αναλάβει | θα έχουν αναλάβει | θα έχει αναληφθεί θα είναι ανειλημμένος, -η, -ο |
θα έχουν αναληφθεί θα είναι ανειλημμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναλαμβάνω | να αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνομε | να αναλαμβάνομαι | να αναλαμβανόμαστε |
| να αναλαμβάνεις | να αναλαμβάνετε | να αναλαμβάνεσαι | να αναλαμβάνεστε, να αναλαμβανόσαστε | ||
| να αναλαμβάνει | να αναλαμβάνουν(ε) | να αναλαμβάνεται | να αναλαμβάνονται | ||
| Aorist | να αναλάβω | να αναλάβουμε, να αναλάβομε | να αναληφθώ | να αναληφθούμε | |
| να αναλάβεις | να αναλάβετε | να αναληφθείς | να αναληφθείτε | ||
| να αναλάβει | να αναλάβουν(ε) | να αναληφθεί | να αναληφθούν(ε) | ||
| Perf | να έχω αναλάβει | να έχουμε αναλάβει | να έχω αναληφθεί να είμαι ανειλημμένος, -η |
να έχουμε αναληφθεί να είμαστε ανειλημμένοι, -ες |
|
| να έχεις αναλάβει | να έχετε αναλάβει | να έχεις αναληφθεί να είσαι ανειλημμένος, -η |
να έχετε αναληφθεί να είστε ανειλημμένοι, -ες |
||
| να έχει αναλάβει | να έχουν αναλάβει | να έχει αναληφθεί να είναι ανειλημμένος, -η, -ο |
να έχουν αναληφθεί να είναι ανειλημμένοι, -ες, -α |
||
| Imper ative |
Pres | αναλάμβανε | αναλαμβάνετε | αναλαμβάνεστε | |
| Aorist | ανάλαβε | αναλάβετε | αναληφθείτε | ||
| Part iciple |
Pres | αναλαμβάνοντας | αναλαμβανόμενος | ||
| Perf | έχοντας αναλάβει | ανειλημμένος, -η, -ο | ανειλημμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αναλάβει | αναληφθεί | ||